Η ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΣΟΛΙΑΣ

.

2. Αποκαΐδια 20ης Ιουνίου

.

Επιστρέφοντας από την οδυνηρή μου περιδιάβαση στα αποκαΐδια της πρώτης μέρας της φωτιάς πρόσεξα πως δυο μικρά μέτωπα  αριστερά και δεξιά του ποταμού Ατσά έκαιγαν ακόμα, Το ανατολικό μέτωπο στην περιοχή Αροδαμνί προσέγγιζε ένα μου κτήμα. Κοντοστάθηκα και αφουγκράστηκα, Μια μπουλτόζα  καθάριζε έναν αγροτικό δρόμο πάνω από τη φωτιά. Σε λίγο τρία αεροπλάνα πέρασαν διαδοχικά και άδειασαν νερό πάνω από το πύρινο μέτωπο. Οι φωτιές καταλάγιασαν και τότε άκουσα πυροσβέστες να φωνάζουν:

-Ελευθερώστε λάστιχο…

Είχε καταφθάσει μια πυροσβεστική στον καθαρισμένο δρόμο και έπιανε δουλειά!

Ανακουφισμένος συνέχισα την επιστροφή.

-Σε λίγο θα επιστρέψουν τα αεροπλάνα και θα καθαρίσουν και την άλλη εστία της φωτιάς, στην κοιλάδα του Κατσαράπη, σκέφτηκα και ένοιωσα το στήθος μου να αλαφρώνει.

,

Πλησιάζοντας στα Κούρδαλι με σταμάτησε αυτοκίνητο της Πολιτικής Άμυνας με αρκετούς ένστολους άνδρες. Ο οδηγός μου είπε:

-Μου είπαν για ένα δρόμο που περνά από το μοναστήρι στα Κούρδαλι και οδηγά στο μέτωπο της φωτιάς. Πήγα αλλά δεν βρήκα μοναστήρι ή δρόμο.

-Δεν έχετε χάρτη, ρώτησα.

Ο οδηγός έκανε μια χειρονομία απαισιοδοξίας.

-Καλά, ακολουθήστε με, είπα και καθοδήγησα την ομάδα προς τα πού έπρεπε να πάει,

Το συμβάν έδειχνε σημάδια προχειρότητας αλλά δεν του έδωσα σημασία.

. 

Επιστρέφοντας στο σπίτι μετέφερα τα νέα και σκόρπισα ένα αέρα αισιοδοξίας. Την ίδια στιγμή με κάλεσε στο τηλέφωνο ο μικρός μου γιος Στυλιανός, που βρισκόταν στην Πάφο για διακοπές. Μόλις είχε πληροφορηθεί τα της πυρκαγιάς και αρχικά ζητούσε χίλια συγγνώμη για την καθυστέρηση.

-Ξεκινώ τώρα για τα Σπήλια, είπε με τρόπο που δεν χωρούσε αντίρρηση.

Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, να του μεταφέρω αισιόδοξα μηνύματα αλλά μάταια. Τα άλλα τρία μου αγόρια κατάφερα να τα πείσω να μην έρθουν μιας και είχα καλά μαντάτα.

. 

Εν τω μεταξύ γέμισα το αυτοκίνητο προμήθειες και έσπευσα στον εξώστη των Σπηλιών. Ο εξώστης είναι ένα οριζόντιο τμήμα του κύριου δρόμου  προς τα Σπήλια σε μια περιοχή που ονομάζεται Δασιά, γιατί έχει πυκνό δάσος από λατζιές και πεύκα. Στο σημείο Κούκος όπου ξεκινά η Δασιά, κόσμος πολύς εξακολουθούσε να παρακολουθεί με αγωνία την εξέλιξη της φωτιάς. Προχώρησα στο άλλο άκρο της Δασιάς στο σημείο Μονή. Εδώ υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα και πιο πολλοί ένστολοι. Ένα αυτοκίνητο βαν έγραφε με κεφαλαία «ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΌ ΚΈΝΤΡΟ». Άλλα έγραφαν ασθενοφόρο, πυροσβεστική, τμήμα δασών, πολιτική άμυνα, αστυνομία, ΑΗΚ, βυτιοφόρο, κ.ά. Κάτω από μια τέντα αξιωματούχοι του Τμήματος Δασών συσκέπτονταν και έγραφαν σε πρόχειρες κόλες αποφάσεις και εντολές ή αυτοκίνητα και ,ανθρώπους. Παρέδωσα τις προμήθειες σε κάποιο αξιωματούχο και αποχώρησα προβληματιζόμενος για τη δουλειά του αποκαλούμενου συντονιστικού κέντρου.

. 

Επέστρεψα στο σπίτι μου να πιω κάτι με την οικογένεια, Εν τω μεταξύ είχε καταφθάσει και ο Στυλιανός.

-Μα εν αεροπλάνο που οδηγούσες γιε μου ή αυτοκίνητο, είπα για να τον κάνω να αφήσει το άγχος που τον κυρίευσε.

-Έκαμα ράλλυ, παπά. Δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου για την καθυστέρηση

Καθώς η κουβέντα προχωρούσε ο εγγονός μου έβαλε ψύλλους στ’ αυτιά.

-Παππού περάσαμε τις δέκα και δεν ήρθαν ακόμα αεροπλάνα για τη φωτιά στον Κατσαράπη.

Ο Χρίστος ανήσυχος βγήκε στην αυλή και αμέσως έβγαλε μια κραυγή απελπισίας.

-Παναγία μου εδράτζιασεν πάλι!

Όντως ο κιτρινόμαυρος, απαίσιος δράκοντας της φωτιάς άπλωνε ξανά τις χερούκλες του που όλο και μεγάλωναν θέλοντας να μας πνίξουν όλους.

 

Ακολούθησε σκηνικό πολέμου. Πυροσβεστικά οχήματα έτρεχαν προς το μέτωπο. Ακολουθούσαν αυτοκίνητα έμφορτα, άλλα με δασοπυροσβέστες, άλλα με άνδρες της πολιτικής άμυνας και άλλα με εθελοντές. Πιο πίσω στρατός από διπλοκάμπινα με ελαφρύ πυροσβεστικό εξοπλισμό. Από πίσω έρχονταν βυτιοφόρα, μπουλτόζες και αυτοκίνητα με προμήθειες.

 

Σε λίγο έκαναν την εμφάνισή τους και τα πτητικά μέσα: Αεροπλάνο κατόπτευσης, αεροπλάνα με την κοιλιά γεμάτη νερό, ελικόπτερο συντονισμού και ελικόπτερα με κάδους γεμάτους νερό.

-Αργήσατε, πολύ αργήσατε, ούρλιαξα.

-Ψυχραιμία, σύστησε ο Χρίστος. Θα πάω να βοηθήσω, συμπλήρωσε και φόρεσε τα στρατιωτικά του άρβυλα.

Σε μισή ώρα επέστρεψε βιαστικός και ταραγμένος.

-Ετοιμαστείτε να φύγουμε, είπε επιτακτικά

--Ψυχραιμία, είπα εγώ αυτή τη φορά.

-Ένας φίλος μου εθελοντής μου είπε πως η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου και πως η φωτιά κατευθύνεται πάνω μας. Φεύγουμε…

. 

Εν τω μεταξύ το αυτοκίνητο της αστυνομίας ούρλιαζε και η αστυνομικίνα τσίριζε:

-Εγκαταλείψετε το χωριό, εκκενώστε το χωριό, η κατάσταση είναι πολύ επικίνδυνη.

Κάποιος άρχισε να κτυπά την καμπάνα του Άη Αντώνη.

-Ο παπάς θα είναι, είπε ο εγγονός.

-Ποιος παπάς ρε, ούρλιαξα. Αυτός μας άφησε από χτες, συμπλήρωσα.

Εν τω μεταξύ ο κιτρινόμαυρος δράκοντας μεγάλωσε τόσο που σκέπασε τον ήλιο. Η γη σκεπάστηκε με ένα απαίσιο κόκκινο χρώμα σα να βάφτηκε με αίμα.

-Παναγία μου γλύτωσέ μας, μονολόγησε η Φλώρα και άρχισε να κουβαλά τα απαραίτητα στο αυτοκίνητο.

-Θεέ μου, είπα με παράπονο και σωριάστηκα σε μια καρέκλα.

-Άτε παπά, μεν τα χάνεις, είπε επιτακτικά ο Στυλιανός που έτρεξε να βοηθήσει τη μάνα του.

 

Μπήκα τρεκλίζοντας στο σπίτι, πήρα τον υπολογιστή μου και από ένα βιβλίο από τα τρία που έχω γράψει. Κατευθυνόμενος στο αυτοκίνητο λύγισα και ξέσπασα σε αναφιλητά:

-Δεν φεύγω, δεν εγκαταλείπω το σπίτι μου, δεν αφήνω το χωριό μου, εδώ θα μείνω. Εσείς μπάτε στο αυτοκίνητο και δρόμο.

Τους έπεσαν ό,τι είχαν στα χέρια. Πέτρωσαν και με κοίταξαν πολύ στενοχωρημένοι. Η Φλώρα ξέσπασε σε βουβό κλάμα.

.Τα παιδιά έπεσαν πάνω μου

-Δεν φεύγουμε παπά μου. Αλλά να ετοιμάσουμε τα αυτοκίνητα για κάθε ενδεχόμενο και να πάμε στον Κούκο, όπου σίγουρα θα παν όσοι χωριανοί έμειναν.

Συμβιβαστήκαμε, ετοιμαστήκαμε και πήγαμε. Πράγματι εκεί βρεθήκαμε όσοι αρνηθήκαμε χθες να φύγουμε. Κανείς δεν τόβαλε στα πόδια. Παρακολουθούσαμε ψύχραιμα την εξέλιξη της φωτιάς και παίρναμε θάρρος ο ένας από τον άλλο.

 

Εν τω μεταξύ ο πόλεμος με τη φωτιά μαινόταν χωρίς ανάσα. Στάθηκα στον εξώστη του χωριού και κοίταξα μακριά το Καρτερούνι που ακόμα άχνιζε από τη χθεσινή λαίλαπα.

-Θα μας αφήσεις Άη Γιώργη, παραπονέθηκα, ψάχνοντας μέσα από τη θολούρα των ματιών και του ουρανού τα ερείπια του ναού του. Ξέχασες να καβαλάς το Άτι σου άγιε της ρωμιοσύνης;

Δεν ξέρω αν άκουσε εμένα ή το παράπονο κάποιου άλλου, αλλά, καθώς οι ώρες κυλούσαν ο κιτρινόμαυρος δράκοντας συρρικνωνόταν, ξεδοντιαζόταν μέχρι που τελικά γύρισε ανάποδα τις ξερακιανές πια χερούκλες του. Ένας δροσερός, λυτρωτικός κατεβάτης είχε εδώ και λίγη ώρα αρχίσει να φυσά.

 

Σουρούπωνε. Οι «στρατιώτες» άρχισαν να επιστρέφουν από το πύρινο μέτωπο μαυρισμένοι και κατάκοποι, αλλά με την ικανοποίηση ζωγραφισμένη αμυδρά στο πρόσωπό τους. Εν τω μεταξύ άλλες μικρότερες και πιο ευλύγιστης μονάδες έσπευδαν να τους αναπληρώσουν, για να λιανίσουν, αν τα κατάφερναν, τον μαραμένο πια κιτρινόμαυρο δράκοντα. Αρχίσαμε κι εμείς σιγά-σιγά να επιστρέφουμε στα σπίτια μας, να κοιμηθούμε κι απόψε στο αγαπημένα μας χωριό. Αύριο, «Κύριος οίδε» τι θα ακολουθήσει.

 

«ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ,», Δαυίδ, ψαλμός 136

.

Ανδρέας Χρυσάνθου 

22 /06/2016

.

ΑποκαΊδια 21ης Ιουνίου

.

.

.