ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
ΣΤΟ
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΠΟΥΡΕΚΑΡΗ)
1947-2014
Φίλε μου Χριστάκη,
Σε γνώρισα λίγο πριν την Εισβολή στον αγαπημένο μας Καραβά. Παντρευτήκαμε δυο πρώτες ξαδέλφες και γενήκαμε γειτόνοι για λίγους μήνες. Μου είχε κάμει εντύπωση τότε το μελαχρινό σου πρόσωπο και τα πυκνά σγουρά σου μαλλιά. Πιο πολύ όμως εντυπωσιάστηκα από τον πρόσχαρό σου χαρακτήρα.
Δυστυχώς η Εισβολή μας χώρισε πολύ γρήγορα. Χάσαμε για αρκετό διάστημα ο ένας τα ίχνη του άλλου. Εγώ κρύφτηκα για λίγο στην αγκαλιά του χωριού μου, στα Σπήλια κι εσύ κατέφυγες στην αγκάλη της αγαπημένης σου θάλασσας, στη Λεμεσό, για να βρεις παρηγοριά.
Πέρασαν χρόνια να επανασυνδεθούμε, γιατί πρώτα έπρεπε να βρούμε τα πατήματά μας, να σπιτώσουμε τις προσφυγικές μας οικογένειες, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας και να τους δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε να έχουν μια καλύτερη ζωή από μας.
Ξανασμίξαμε όταν τα παιδιά μας ένοιωθαν μια ακατανίκητη έλξη που μόνο το συγγενικό τους αίμα μπορούσε να δικαιολογήσει. Από κοντά και οι γυναίκες μας που ένιωθαν περισσότερο αδελφές παρά ξαδέλφες, μια και μεγάλωσαν στην ίδια αυλή μέσα στις μυρωδιές του Μεζερέ και τον αχνό του κελαριστού νερού του Μύλου.
Δεθήκαμε έκτοτε με αδελφική φιλία, γιατί εκτίμησα κάποιες ξεχωριστές αρετές σου. Εκτιμούσα τη σκληρή δουλειά που έκαμνες μέσα στα χυτήρια του Νέμιτσα για να εξασφαλίσεις το φαϊ της πενταμελούς οικογένειάς σου. Το πλούσιο τραπέζι ήταν για σένα κάτι πάρα πολύ βασικό. Πολύ βασικό ήταν επίσης η χαλάρωση του Σαββατοκυρίακου. Το ψάρεμα με καλάμι πρωί-πρωί ή μια βόλτα με όλη την οικογένειά σου το μεσημέρι μέχρι τη θάλασσα στον άγιο Ερμογένη, που κατέληγε πάντα σε ένα καλό εστιατόριο.
Η χαρά σου ήταν μεγάλη κάθε φορά που είχες φίλους ή συγγενείς στο σπίτι σου και ήταν αδύνατο να μην τους ψήσεις τη μερακλήτικη σούβλα σου ή να τους ταΐσεις φρέσκο ψάρι δίπλα στη θάλασσα. Η μπύρα έρεε τότε αστείρευτη και η ατμόσφαιρα γινόταν πολύ ζεστή με τα πιπεράτα καλαμπούρια. Τελειώναμε πάντα πολύ αργά με πολλές αγκαλιές και φιλιά.
Δεν έγινες ποτέ πλούσιος Χριστάκη. Ήθελες να είσαι πάντα ο γιος του φτωχού Πουρεκάρη από τον Καραβά. Δεν επεδίωξες ποτέ να κάμεις σπίτια. Σε αρκούσε να δώσεις στα παιδιά σου τον πλούτο που λέγεται ανθρωπιά. Και τα κατάφερες. Για σένα η αρχή και το τέλος της ευτυχίας ήταν να χαίρεσαι την οικογένειά σου, τους συγγενείς και τους φίλου σου. Η πιο μεγάλη χαρά σου ήταν ασφαλώς το αυτονόητο: τα πέντε σου εγγόνια, που σου χάρισαν τα τρία αγαπημένα σου παιδιά. Έτσι ίσχυσε εδώ απόλυτα η ρήση: «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου»
Μπορεί να μην ήσουν πλούσιος. Κι όμως όποτε ερχόσουν στα Σπήλια να με βρεις το αυτοκίνητό σου ήταν βαρυφορτωμένο. Ένα δέμα τα αναψυκτικά, άλλο ένα δέμα οι μπύρες, μια σακούλα κρέατα, ψωμιά, γλυκίσματα κι όλου του κόσμου τα καλά. Δεν ήθελες ποτέ να αφήσεις την παραμικρή υποψία ότι θα γινόσουν βάρος. Ήσουν πάντα ένας μεγάλος άρχοντας!
Δεν ήσουν ποτέ αυτό που όλοι καταλαβαίνουν ως θεοσεβούμενο, άρα να μπαινοβγαίνεις στις εκκλησιές. Κι όμως στις προσωπικές μας στιγμές μιλούσες για τη θεϊκή δύναμη με ένα παιδικό θαυμασμό. Κι ήσουν τόσο ευαίσθητος στον ανθρώπινο πόνο και μια ανοικτή καρδιά για κάθε πλάσμα του Θεού.
Έφυγες Χριστάκη όπως επιθυμούσες. Ξαφνικά και ανάμεσα σε φίλους με χαρές και γέλια, έτσι όπως ήθελες πάντα να περνάς τη ζωή σου. Έφυγες όρθιος, χωρίς να ταλαιπωρήσεις κανένα από τα αγαπημένα σου πρόσωπα.
Φεύγεις γρήγορα Χριστάκη. Η μεγάλη καρδιά σου ράγισε από την πολλή αγάπη. Κι έτσι χορτάτος από φαγητά και ανθρωπιά άφησες την αγαπημένη σου Τασούλα να κλαίει το χαμό σου και τα παιδιά και εγγόνια σου απαρηγόρητα. Εσύ ήσουν η πηγή της αγάπης και το στήριγμά τους. Χάνουμε κι εμείς τον καλό μας φίλο, τον άνθρωπο που μας ζέσταινε με την παρουσία του ανάμεσά μας.
Στο καλό Χριστάκη και καλό Παράδεισο. Άνθρωποι σαν κι εσένα δεν πεθαίνουν στις καρδιές μας. Αιωνία θα είναι η μνήμη σου.
Ανδρέας Χρυσάνθου
09/01/2014 |