ΖΕΥΣ Ο μύθος του χωριάτικου κρασιού μας . Ο Ζευς ή Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, κατοικούσε, όπως ξέρουμε στον Όλυμπο, το πανύψηλο βουνό της Ελλάδας. Όμως δεν δίσταζε να αφήσει για λίγο το θρόνο του και να πετάξει σε άλλα μέρη, να δει τι γίνονται οι άλλοι θεοί, να βοηθήσει ή τιμωρήσει κάποιον άνθρωπο, να παρακολουθήσει κάποιο σημαντικό γεγονός ή να βρει καμιά φιλεναδίτσα, θεά, ημίθεη ή και θνητή. . Κάθε Νιόβρη, όταν άρχιζαν τα κρύα στον Όλυμπο, συνήθιζε να πετάγεται ως την Κύπρο, όπου πολύ τον αγαπούσαν και τον λάτρευαν. Απ’ όλα τα βασίλεια της Κύπρου προτιμούσε εκείνο των Σόλων, όπου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Εδώ κατασκήνωνε σε μια κορυφή πάνω από την παράκτια πεδιάδα των Σόλων, δίπλα στο σημερινό χωριό Άγιος Θεόδωρος. Η κορφή αυτή αποκαλείται μέχρι σήμερα «Μούττη του Θκια», κορυφή του Δία, δηλαδή. Στο πλούσιο βασίλειο των Σόλων αγαπούσαν πολύ την όμορφη κόρη του Δία, Αφροδίτη, την οποία αποκαλούσαν Μορφώ, όμορφη δηλαδή. Από εδώ, εξάλλου προέρχεται και το όνομα της ξακουστής κωμόπολης Μόρφου. Τόσο αγαπούσαν εδώ την Αφροδίτη που της έφτιαξαν ένα υπέροχο άγαλμα, που σήμερα κοσμεί το κρατικό μας μουσείο στη Λευκωσία. Λίγο πιο πάνω, στη σημερινή Κακοπετριά, τιμούσαν ιδιαίτερα μια άλλη σπουδαία του κόρη, την Αθηνά, για την οποία έκτισαν βωμό και έφτιαξαν μικρά πήλινα αγάλματα. Πώς, λοιπόν, να μην προτιμήσει ο Δίας τους Σόλους, από τα άλλα βασίλεια! . Στον πατέρα των θεών και των ανθρώπων άρεσαν πολύ και οι άρχοντες των Σόλων. Ήτανε παλικάρια, γι’ αυτό στην Κακοπετριά έκτισαν βωμό προς τιμήν του πρωτοπαλίκαρου των ημίθεων, του Ηρακλή. Αλλά δεν έμεναν μόνο στους συμβολισμούς , έμπαιναν συχνά-πυκνά και στην πράξη. Για παράδειγμα, ο βασιλιάς Αριστόκυπρος πολέμησε μαζί με τον Ονήσιλο τους Πέρσες και έπεσε μαζί του ένδοξα στο πεδίο της μάχης. Αργότερα ένας άλλος βασιλιάς, ο Πασικράτης, πολέμησε στο πλευρό του Αλέξαντρου στην πολιορκία της Τύρου και δυο γιοι του ακολούθησαν το μεγάλο στρατηλάτη μέχρι και την Ινδία. . Ένας άλλος σημαντικός λόγος που προτιμούσε τους Σόλους ήταν η Ίσις, η μελαχρινή Αιγυπτία θεά που τιμούσαν εδώ, λόγω των καλών σχέσεων του βασιλείου με την Αίγυπτο. Ο Δίας ήταν γνωστός ερωτιάρης. Ευκαιρία λοιπόν να γνωριστεί με μια μελαψή θεά, φτάνει πια η ασπράδα των Ελληνίδων! Που ξέρεις τι θα βγει τελικά, σκεφτόταν ο παμπόνηρος!! . Στα πόδια της «Μούττης του Θκια» απλωνόταν μια εύφορη καταπράσινη πεδιάδα, που την αποκαλούσαν, τότε, Βούκασα, γιατί μεγάλωνε πολλά βόδια. Σήμερα την ονομάζουμε Φουκάσα. Οι άρχοντες της περιοχής τέτοιον καιρό, που μπαίναμε στον χειμώνα, διάλεγαν το καλύτερό τους μοσχάρι και το θυσίαζαν στο Δία, για να τους φέρει μπόλικες βροχές και χιόνια. Κι’ αυτός καθισμένος στο θρόνο του απολάμβανε τη μυρωδάτη τσίκνα που έφτανε λαχταριστή στα ρουθούνια του. . Έτσι, λοιπόν, μερακλωνόταν ο Δίας και το’ ριχνε έξω! Ο Δίας δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τον προσωπικό του υπηρέτη και οινοχόο, τον Γανυμήδη, και το άλλο υπηρετικό του προσωπικό. Όταν μερακλωνόταν το’ ριχνε στο φαΐ και το πιοτό. Για να διασκεδάσει οργάνωνε πλούσια τραπέζια. Προσκεκλημένοι του ήταν πρώτα-πρώτα οι θεότητες της περιοχής κι ύστερα οι ερωτιάρες νεράιδες και οι καλλικέλαδες μούσες.. . Ο Γανυμήδης είχε ιδιαίτερη αποστολή σε τέτοιες περιπτώσεις: Έπρεπε να βρει το πιο καλό κρασί της περιοχής και να το φέρει για το γλέντι. Αυτός είχε από καιρό εξερευνήσει την περιοχή και ήξερε που θα πήγαινε: Στις πηγές του ρυακιού που περνούσε από τη ρίζα της «Μούττης του Θκιά», που σήμερα τον λέμε Ατσά. Εκεί σε υψόμετρο χίλιων μέτρων σε μια πλαγιά που έβλεπε προς βορράν, είχε σπουδαίες κάβες. Κάτι παχιά πιθάρια μισομπιγμένα στη γη, σε σκοτεινά πλιθαρένια σπιτάκια, κρυβόταν το κρασί που σίγουρα θα έφτιαχνε το κέφι της υψηλής παρέας. Η περιοχή ολόκληρη έμοιαζε με σπήλαιο και την κατοικούσαν ορεσίβιοι μάστορες των αμπελιών και πρωτομάστορες των κρασιών. Εκεί βρίσκεται σήμερα το ξακουστό χωριό Σπήλια! . Ανηφορίζοντας την κοιλάδα για τα Σπήλια ο Γανυμήδης μαζί με δυο τρεις άλλους υπηρέτες, έκανε σταθμό ξεκούρασης σε μια όμορφη περιοχή που είχε ολόχρονα δροσερό αεράκι, γι’ αυτό ονομάστηκε Ανεμούρκα. Εδώ υπήρχε μια πυκνή συστάδα αιωνόβιων δρυών. Στους κορμούς τους φώλιαζαν κάτι νύφες που ονομάζουνταν δρυάδες. Αυτές ήταν πανέμορφα ερωτικά πλάσματα που έτρωγαν το καλοκαίρι βατόμουρα, το φθινόπωρο έφτιαχναν γλυκό άσπρο κρασί από κάτι άσπρα σταφύλια που σήμερα τα λέμε ξυνιστέρκα και το χειμώνα έψηναν βαλανίδια. Στο διπλανό ρυάκι του Ατσά σχηματιζόταν μια λιμνούλα με κρυστάλλινο νερό στην κοιλότητα κάποιων ριζιμιών γρανιτών. Η λιμνούλα περιτριγυριζόταν από αιωνόβια πλατάνια με κουφάλες στους κορμούς τους. Εδώ σύχναζαν τα μεσημέρια οι δρυάδες, έπαιζαν κάτω από τα πλατάνια και λούζονταν στη λιμνούλα του ρυακιού. Ο Γανυμήδης, φτάνοντας εδώ, αφού πρώτα υποδείκνυε στους συνοδούς του να συνεχίσουν το δρόμο για τα Σπήλια, κρυβόταν σε μια κουφάλα και απολάμβανε τα παιγνίδια των νυμφών. Κάποια στιγμή πεταγόταν ανάμεσά τους και τα ανέμελα παιγνίδια των δρυάδων έπαιρναν πια χρώμα ερωτικό. Το βραδάκι κουρασμένος ο Γανυμήδης, πιωμένος με γλυκό κρασί, ξεκουραζόταν στην αγκαλιά κάποιας όμορφης δρυάδας. . Το πρωί ανανεωμένος, και αφού προσκαλούσε τις νύμφες των δρυών στο γλέντι του Δία, ανηφόριζε για τα Σπήλια. Εκεί οι πρωτομάστορες των κρασιών, ειδοποιημένοι από τους υποτακτικούς του Γανυμήδη, είχαν ήδη θυσιάσει ένα «ενιαύσιο ερίφιο» και το σιγόψηναν στο βωμό. Το τραπέζι ήταν στρωμένο και οι κρατήρες γεμάτοι κρασί σκόρπιζαν μεθυστική μυρωδιά. Αφού ο Γανυμήδης έκανε σπονδή στο Δία άρχιζε το φαγοπότι, με τα κρασιά των χωρικών να παρελαύνουν μπροστά στον εκλεκτό επισκέπτη. Το γλέντι ήταν πολύ σύντομο και στο τέλος ο Γανυμήδης διάλεγε τα πιο εκλεκτά κρασιά, γέμιζε τους αμφορείς του και κατηφόριζε για τη «Μούττη του Θκιά». . Το βράδυ της επομένης όλοι οι προσκεκλημένοι ήταν στη θέση τους και ο οικοδεσπότης ο «Ξένιος Ζευς» ήταν ιδιαίτερα φιλικός με όλους. Όλοι απολάμβαναν  τα εξαιρετικά εδέσματα του Δία και ιδιαίτερα το Σπηλιώτικο κρασί που τους σέρβιρε ο ανεπανάληπτος οινοχόος του οικοδεσπότη. Κι ο Ζευς μεθυσμένος από τη μυρωδιά και τη γεύση του κρασιού, κάθε τόσο μονολογούσε: «Ρε συ Γανυμήδη παιδί μου, αυτό που μας κερνάς είναι νέκταρ! Μπράβο στα χέρια που το φτιάξανε!!». Οι μούσες έθελξαν όλους με τη μουσική και τα νοσταλγικά τραγούδια τους και οι δρυάδες πρόσφεραν απολαυστικό θέαμα με τους θεσπέσιους χορούς τους. Το επόμενο πρωί βρήκε τους υπηρέτες να αγωνίζονται να συγυρίσουν τα ασυγύριστα και να καθαρίσουν τα ακαθάριστα, το δε Δία να κοιμάται ακόμη στην αγκαλιά της Ίσιδας. . Κατά το μεσημεράκι ο Δίας αποχαιρετούσε τη μελαχρινή θεά και ευχαριστημένος διάταξε τους αγέρηδες να φυσήξουν, τα σύννεφα να μαζωχτούν και τη βροχή να πέσει άφθονη στη γη των Σόλων. Κι αυτός ανανεωμένος καβάλησε έν’ άσπρο σύννεφο κι ο Ζέφυρος το έσπρωξε γρήγορα-γρήγορα προς τον Όλυμπο, να κάτσει ο Δίας στο θρόνο του και να επιληφθεί ξανά των υποθέσεων του κόσμου. . Κι εκεί στους Σόλους ο Κλέαρχος ο Σολεύς, ένας από τους πιο καλούς μαθητές του Αριστοτέλη, κατάγραφε τα παραμύθια αυτά Â και τις παραδόσεις του τόπου του κι έγινε έτσι ο πρώτος λαογράφος. Δυστυχώς μικρό μέρος των έργων του σώθηκε, αλλά κάπως έτσι θα κατάγραφε τα πιο πάνω συμβάντα.
Εμείς, λοιπόν, για να τιμήσουμε τον υψηλό επισκέπτη της περιοχής μας, ονομάσαμε το παραδοσιακό μας μαύρο κρασί, που το φτιάχνουμε όπως και οι πρωτομάστορες της μυθικής εκείνης εποχής, ΖΕΥΣ, μια και άρεσε τόσο πολύ στον πατέρα όλων μας. Από τον κύκλο παραμυθιών "Μύθοι του Χρύσανθου". .Ανδρέας Χρυσάνθου 07/12/2014
|