ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΟ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Συμπληρώνονται σήμερα, 6 Αυγούστου 1985, έντεκα χρόνια από την αποφράδα μέρα της κατάληψης του Καραβά από τους Τούρκους. Από τη μέρα εκείνη μια μαχαιριά χαράκωσε την καρδιά μου και μια πληγή αγιάτρευτη ανοίχτηκε. Αυτή η πληγή για έντεκα τώρα χρόνια αιμορροεί και δεν προσπάθησα, ούτε θα προσπαθήσω να την κλείσω. Η μόνη μου παρηγοριά είναι που ο Καραβάς δεν έπεσε αμαχητί. Αντίθετα, πολύ αίμα χύθηκε μέχρι να κουρσευτεί από τους Ανατολίτες. Κι ο Καραβάς, όπως κάθε γωνιά της σκλαβωμένης γης μας, άξιζε μια θυσία. Μακάρι να γινόταν για κάθε σκλαβωμένο χωριό μας τέτοιος αγώνας. Όμως η προδοσία δεν το επέτρεψε.
Στον αλησμόνητο Καραβά και τους ανθρώπους του αφιερώνω το κείμενο αυτό, που είναι μια νοσταλγική περιπλάνηση ανάμεσα στη φύση, τους ανθρώπους και τα έργα τους σ’αυτό το ανεπανάληπτο χωριό.
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΡΑΒΑ Δεν είμαι από γεννησιμιού μου Καραβιώτης, όμως στην Κύπρο λέμε γι’αυτούς που παντρεύονται σε ξενικό χωριό, «εν που το χωρκό της γεναίκας τους». Έτσι κι εγώ από Σπηλιώτης έγινα από το 1973 Καραβιώτης. Έζησα μόνο εννιά μήνες στο χωριό αυτό. Όμως το έζησα όσο πιο έντονα μπορούσα. Γνώρισα τις κρυφές και φανερές ομορφιές του, τις μικρές και μεγάλες χαρές του. Τις ομορφιές και τις χάρες του τόπου και των ανθρώπων. Γι αυτό αγάπησα πολύ τον Καραβά και τους Καραβιώτες.
Όμως η ομορφιά χάθηκε κι η χαρά σβήστηκε σκληρά και απάνθρωπα εκείνο το φρικτό καλοκαίρι του 1974, όταν οι άφρονες των Αθηνών και οι παράφρονες της Κύπρου άνοιξαν τις πύλες στον τουρκικό Αττίλα. Από τότε η αγάπη μου για τον Καραβά και τους ανθρώπους του έγινε πόνος, πληγή ανοικτή στην καρδιά.
Αυτή την αγάπη και τον πόνο για τον τόπο και τους ανθρώπους του θα προσπαθήσω με τις μικρές μου δυνάμεις να ζωγραφίσω. Και θα τους ζωγραφίσω κυρίως μέσα από προσωπικές εμπειρίες.
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ Ο Καραβάς είναι ένα χωριό που έλουζε τα πόδια του στην αρμύρα της θάλασσας, που απλωνόταν νωχελικά στη στενή μα καρποφόρα πεδιάδα του βορρά της Κύπρου κι έγερνε απαλά το κεφάλι του στην αγκαλιά του Πενταδάκτυλου.
Ήταν ένα χωριό πνιγμένο στο πράσινο της λεμονιάς και της ελιάς, που μοσκοβολούσε γιασεμί και δυόσμο, που στεφάνωνε την κορφή του με τ’ αγέρωχα κυπαρίσσια, τις ταπεινές χαρουπιές και τα υπομονετικά πεύκα.
Ένα χωριό που η μουσική του γάργαρου νερού του κεφαλόβρυσου έσμιγε με τ’ ατέλειωτο τραγούδι του αηδονιού κι όταν ερχόταν ο καιρός, αναριγούσε από το ξέφρενο ξέσπασμα του κότσυφα και νανουριζόταν από το βραχνό μουρμουρητό του καλογιάννου.
Ένα χωριό που όποια μεριά του κι αν έπαιρνες να ξωμακρύνεις λιγάκι, να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου, έπεφτες πάνω στα σκοίνα, τις μυρσίνες και τ’ αγριολούλουδα. Γέμιζες απ’ την κορφή ως τα νύχια μυρωδιές και χρώματα κι έλεγες: «Τ’ είναι τούτος ο τόπος Θεέ μου, γη για παράδεισος; Κι αν σκέφτεσαι ακόμα, Κύριε, τι μορφή θα δώσεις στο μέρος, που θα βάλεις τους αγίους σου, να, κόψε τούτο το κομμάτι της γης, πάρε το, κάρφωσε μια ταμπέλα ψηλά σ’ ένα κυπαρίσσι και γράψε με γαλάζια γράμματα: «ΕΔΩ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ»
ΤΑ ΞΟΒΕΡΓΑ Ήμουν από τις ελάχιστες εξαιρέσεις των Καραβιωτών που δεν είχαν περιβόλι με λεμονιές. Όμως το καλοκαίρι που είχα διακοπές, ο κουνιάδος μου έκαμνε κάτι για το οποίο η περιοχή του Καραβά και της Λαπήθου ήταν ξακουστή: ξόβεργα! Γι’ αυτό κι εγώ, που μου άρεσαν οι απλοί άνθρωποι του λαού και μ’ ενθουσίαζαν οι παλιές παραδοσιακές τέχνες, δεν έχανα καιρό. Ανακατευόμουν με τα άλλα μέλη της οικογένειας που βοηθούσαν κι έκανα ό,τι μπορούσα. Προτιμούσα όμως να κάνω τον οδηγό και να παίρνω τους «ειδικούς» να κόψουν «μύξες» -την πρώτη ύλη για τα ξόβεργα- στα περιβόλια.
Τι χαρά ήταν εκείνη και τι απόλαυση! Πόσο μου άρεσε να μελετώ τις ατέλειωτες σειρές των λεμονιών, που οι Καραβιώτες –πολύ καλοί περβολάρηδες- τις  περιποιούνταν σαν παιδιά τους. Κι εκείνες με τη σειρά τους ανταπέδιδαν την περιποίηση με «μάτσο» τις λίρες. Εγώ όμως, αθεράπευτος λάτρης της φύσης, άπλωνα το χέρι μου, χάδευα τον κορμό τους, έκοβα ένα φύλλο, το’ στριβα στο χέρι μου κι απολάμβανα μ’ αγαλλίαση την εξαίσια μυρωδιά που σκορπούσε. Όμως πιο κει μια ροδιά μου έγνεφε προκλητικά να χαρώ τον καρπό της και πιο κάτω μια συκιά χαμογελούσε πονηρά, γιατί ήταν σίγουρη πως σε λίγο θα σκαρφάλωνα στα κλαριά της. Σε λίγο απ’ εκεί ψηλά, που συναγωνιζόμουν με τα συκοπούλια, ποιος θα φάει το πιο καλό σύκο, το μάτι μου έπεφτε σε κάποια κουαφκιά που επιμελημένα κρυβόταν ανάμεσα στις λεμονιές. Με μιας τα παρατούσα όλα και μ’ ένα σάλτο βρισκόμουν κοντά της, να με φιλέψει με τα πιο πικάντικα ίσως φρούτα του κόσμου.
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ Ο ΧΩΡΚΟΫΡΗΣ Άλλοτε πάλι έκλεβα καμιά ώρα από το διάβασμα ή το γράψιμο και πήγαινα ν’ ανταμώσω τον «ποταμό το χωρκοϋρη», όπως αποκαλούσαν το νερό του κεφαλόβρυσου οι Καραβιώτες. Το νερό ήταν το αίμα που έτρεφε τα περιβόλια του χωριού, αλλά και τους κατοίκους του. Τ’ αυλάκια που διακλαδίζονταν σ’ όλο το χωριό ήταν οι αρτηρίες του. Ή καρδιά του ήταν εκεί ψηλά στην «Παλιά Βρύση», την πηγή του.
Χωρκοϋρης, λοιπόν, κι εγώ αντάμωνα κάθε τόσο τον ποταμό, έπαιρνα ένα αυλάκι του κι όλο ανηφόριζα. Ήταν ένας μαγνήτης που με τραβούσε. Μ’ άρεσε να τον βλέπω να κυλά και πότε να ψιθυρίζει κάτι απαλό σαν νανούρισμα, πότε να κελαρύζει σαν καρδερίνα, πότε να πέφτει ορμητικά και μέσα σ’ ένα σύγνεφο δροσιάς κι ατμού να ξεφωνίζει κάτι σαν μουσική ροκ. Κείνο όμως που με έθελγε περισσότερο ήταν να απλώνω τα χέρια και να παραμερίζω τις μυρσίνες, τις ροδοδάφνες και τις βατομουριές για να περάσω, σαν να’ μουν μέσα σε ισημερινή ζούγκλα. Πότε να τα καταφέρνω και πότε να παραπατώ και να βρέχω όλο χαρά και ανατριχίλα τα πόδια μου στο γάργαρο, κρυστάλλινο κι ολόδροσο νερό του κεφαλόβρυσου.
Πόσο αισθανόμουν περήφανος, όταν κατάφερνα να φτάσω στο «νερόμυλο του Τταντή» κι όλο έκσταση να βλέπω το νερό να πέφτει στη φτερωτή ακατάπαυστα κι αυτή να γυρίζει ατέλειωτα, για να κινήσει τις μυλόπετρες, που αχόρταγες αλέθανε τους καρπούς της Δήμητρας.
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΡΗΓΑΙΝΑΣ Όμως ο περίπατος που με τραβούσε περισσότερο ήταν το ανηφόρισμα του Πενταδάκτυλου. Έπαιρνα μια ραχούλα κι όλο ανέβαινα αναμερίζοντας τα κλαριά κάποιας ελιάς, κάποιας χαρουπιάς ή κάποιου ευωδιαστού κυπαρισσιού, σκουντουφλώντας πάνω σε κάποιο θυμάρι ή σκύβοντας να μαζέψω ένα κυκλάμινο, ένα ματσικόρυδο ή ένα «σκυλάκι». Αλήθεια πού βρέθηκαν αυτά κι άλλα πολλά αγριολούλουδα σ’ εκείνο το βουνό, λες κι ήταν ο Πενταδάκτυλος κήπος, που τον έσπειραν τ’ άσπρα χεράκια κάποιας ρήγαινας, που’ χε για σπίτι της έν’ Άγιο Ιλαρίωνα, ένα Βουφαβέντο ή μια Καντάρα.
Κι όλο ανέβαινα, μα το μυαλό μου γυρνούσε στα πολύ παλιά, στα περασμένα, όπου η ιστορία και ο θρύλος έσμιξαν κι έφτιαξαν ιστορίες ρομανικές ή ηρωικές, με σκηνικό το πιο ωραίο που θα μπορούσε να φτιάξει καλλιτέχνης: Τον Πενταδάκτυλο. Κι ανεβαίνοντας αφουγκραζόμουν, λες, τα πεταλίσματα του αλόγου κάποιου ακρίτα ή κάποιου ιππότη να περνά αψηλά στις κορφές και κάθε τόσο να ανακρατεί το άλογο, να κοντοστέκεται και ν’ αγναντεύει εξεταστικά το πέλαγο, ψάχνοντας για καράβια φίλων ή εχθρών.
Κι όλο ανέβαινα, θαυμάζοντας γύρω μου τις απαλές θηλυκές ραχούλες κι απάνω ψηλά τις αρρενωπές κορφές. Κι όταν πια δε με κρατούσαν τα πόδια μου, διάλεγα ένα ξέφωτο, που είχε ανεμπόδιστη θέα προς τα κάτω, καθόμουν, κι ώρα πολλή μελετούσα τη μαγευτική εικόνα του τοπίου που ξεδιπλωνόταν κάτω από τα πόδια μου.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ Τα μάτια μου αγνάντευαν πέρα μακριά κει που το γαλάζιο τ’ ουρανού έσμιγε με τη θάλασσα της Μεσογείου κι ύστερα πλανιόταν εκστατικά κει, που τ’ αφροστεφανωμένα κύματα παίζανε με την άμμο και τους βράχους της ακρογιαλιάς. Μου άρεσε αφάνταστα να μελετώ από ψηλά τη φύση και τους ανθρώπους, όπως φανερώνονταν μέσα από τα έργα τους. Κι ήταν πολλά τα έργα τους που ήσαν σκορπισμένα στην ακρογιαλιά από τη μια άκρη του Καραβά ως την άλλη.
Η μελέτη μου άρχιζε πάντα από το δυτικότερο άκρο της παραλίας του Καραβά και κατέληγε στο ανατολικότερο. Έψαχνα πάντα να βρω το «Βαθυρκάκα» που οι άνθρωποι τον έστησαν σύνορο Καραβά και Λαπήθου. Κι όμως πάντα αποτύγχανα, γιατί σπίτια και δέντρα των δυο χωριών, σφικτά αγκαλιασμένα γελούσαν με τα καμώματα των ανθρώπων, που προσπαθούσαν να ξεχάσουν πως Καραβάς και Λάπηθος ήταν το παιδί της Λάμπουσας.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ Από ψηλά μου ήταν αδύνατο να ξεχωρίσω, εκεί κοντά στις εκβολές του «Βαθυρκάκα», την «κούτσα» του Αγίου Φανουρίου. Την «κούτσα» που κάθε Δευτέρα γινόταν προσκυνητάρι γριών και νιων, που μοιράζανε τη «φανουρόπιτα» παρακαλώντας τον Άγιο να τους φανερώσει κάποιο χαμένο αντικείμενο ή κάποια κρυμμένη αγάπη.
Δίπλα διέκρινα το κομψό, ηλικίας 500 περίπου χρόνων, εκκλησάκι του Αγίου Ευλαλίου και πλάι του το μεγαλόπρεπο μοναστήρι της Αχεροποιήτου, ηλικίας 1000 περίπου χρόνων. Στο μοναστήρι γινόταν κάθε Δευτέρα λειτουργία από τον παπά Γιακουμή κι ήταν κατάμεστο από γυναίκες κυρίως.
Το γεγονός αυτό αλλά και το ότι άλλες τρεις εκκλησίες λειτουργούσαν στον Καραβά κι ακόμη το ότι υπήρχαν στο χωριό τα ερείπια εννιά άλλων μικρών ναών, στους οποίους τα καντήλια άναβαν ασταμάτητα και την ημέρα της γιορτής τους γινόταν σ’ αυτούς Θεία Λειτουργία ή και πανηγύρι, μαρτυρεί τη βαθιά πίστη των κατοίκων του Καραβά.
Είναι γι’ αυτό που φαίνεται σαν παραφωνία μια παράδοση, που λέει πως κάπου εκεί κοντά ξεμπάρκαρε ο Απόστολος Παύλος και θέλησε να κηρύξει τη νέα θρησκεία στη Λάμπουσα. Οι κάτοικοι όμως τον κυνήγησαν κι αυτός πήρε τρέχοντας την πλαγιά για ν’ ανεβεί στον Πενταδάκτυλο να γλιτώσει. Ο Απόστολος ήταν ακόμη στα νιάτα του κι έτρεχε σαν ζαρκάδι, γι’ αυτό τον κυνήγησαν με τις πέτρες σε μια γειτονιά, που σήμερα λέγεται «πετρογειτονιά», γιατί είναι γεμάτη πέτρες. Ξεπνεμένος ο Απόστολος έφτασε σε μια ράχη κι εκεί που έκατσε να ξαποστάσει δίψασε, γι’ αυτό η γης άνοιξε κι ανάβλυσε κρύο δροσερό νεράκι να ξεδιψάσει ο Άγιος. Η πηγή εκείνη δε στέρεψε ποτέ, γι αυτό κι οι Καραβιώτες φτιάξανε δίπλα της ένα ξωκλήσι προς τιμή του Αγίου που δεν τους κράτησε κακία.
Μου φαίνεται παράξενη αυτή η παράδοση όχι μόνο για την ευλάβεια των ανθρώπων, αλλά και γιατί οι Καραβιώτες ήσαν άνθρωποι άκακοι. Κανένας δε θυμάται στο χωριό ανθρώπους «καυκατζιήδες» και προ πάντων φονιάδες. Μα πώς ήταν δυνατό ένα χωριό γεμάτο με τις ομορφιές της φύσης να βγάλει ανθρώπους αγροίκους; Αντίθετα, η φύση μαλάκωσε την καρδιά τους και την έκανε ανθρώπινη και τρυφερή. Κι αυτή η ανθρωπιά και τρυφεράδα μπήκε με τον καιρό στα κύτταρα των ανθρώπων κι έγινε κληρονομική.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ Αυτός ο τόπος ο λουσμένος στο φως, που έπαιζε με το πράσινο και το γαλάζιο, που σε έτερπε με όλες τις χάρες της ζωής, έφτιαξε ανθρώπους που αγαπούσαν τις ανθρώπινες αξίες και θυσιάζονταν για τη λευτεριά του όμορφου τόπου τους. Είναι γι’ αυτό, που ο Καραβάς συμμετέσχε σ’ όλους τους αγώνες της ελευθερίας και εδώ και στην Ελλάδα.
Η προσφορά του Καραβά στη νεότερη ιστορία μας ξεκινά από το 1821. Στην ίδια περιοχή που κατά την παράδοση ξεμπάρκαρε ο μπουρλοτιέρης των ψυχών Παύλος, ξεμπάρκαρε κατά την ιστορία και ο μπουρλοτιέρης των τουρκικών καραβιών, Κωνσταντής Κανάρης. Τον υποδέχτηκαν ο ηγούμενος της Αχεροποιήτου Μελέτιος, ο ηγούμενος του Αγίου Γεωργίου Καραβά Λεόντιος, ο προύχοντας του Καραβά Χατζηνικόλας Λαυρεντίου, άλλοι παράγοντες του Καραβά και της Λαπήθου που τον εφοδίασαν με ό,τι μπορούσαν.
Ο Χατζηνικόλας πλήρωσε αργότερα ακριβά τον πατριωτισμό του. Αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στη Λευκωσία, στις 9 Ιουλίου του 1821, μαζί με τους άλλους γνωστούς προύχοντες και αρχιερείς.
Η προσφορά του Καραβά στους απελευθερωτικούς αγώνες Ελλάδας και Κύπρου είχε αδιάλειπτη συνέχεια. Το 1897 πολέμησε στον ατυχή εκείνο πόλεμο ο Λουκάς Κακόπιερος. Στους πολέμους 1912-1918 πολέμησαν και έπεσαν στην Ελλάδα ο Χριστόφορος Ττόφα, ο Νικόλας Μαούρης και ο Απόστολος Αποστόλου. Στους ίδιους αγώνες ο γιατρός Ιωάννης Πηγασίου με τις ανταποκρίσεις του και τις επιστολές του άφησε εθνικό κειμήλιο της εποποιίας εκείνης. Στα Οκτωβριανά του 1931 σκοτώθηκε ο Μιχαήλ Τριφούρτης. Στον αγώνα της ΕΟΚΑ ο Γρηγόρης Αυξεντίου παντρεύτηκε κρυφά στην Αχεροποίητο και ο Κυριάκος Μάτσης έμεινε πολύ καιρό στον Καραβά σε κρησφύγετο.
Ο ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ Από κει πάνω ψηλά που ρέμβαζα κι ανακατεύονταν εντός μου ομορφιές και θύμισες παλιές και καινούργιες, μπορούσα να ξεχωρίσω σαν καρυδότσουφλα τις ψαρόβαρκες του Καραβά να λικνίζονται με χάρη στην αγκαλιά της θάλασσας. Και ο κόσμος στην ακρογιαλιά να βιάζεται ποιος θα πρωταγοράσει τα ψάρια που ακόμα σπαρταρούσαν στον ύστατο αποχωρισμό της ζωής. Κι ύστερα ψαράδες και ψαρόφιλοι να κάθονται λίγο πιο πάνω στο κέντρο του Δυσσή, να ξεκουράζονται απ’τον κάματο της νύκτας, πίνοντας καφέ και πειράζοντας ο ένας τον άλλο με κείνο τον τρόπο που μόνο οι Καραβιώτες ήξεραν.
Στο ίδιο αυτό μέρος του γραφικού λιμανιού έρχονταν κάθε χρόνο οι Καραβιώτες τη μέρα του κατακλυσμού να αγιάσουν τα νερά κι ύστερα να επιδοθούν στα γνωστά παιγνίδια της μέρας αυτής και δώστου να πειράζει ο ένα τον άλλο και να γελούν μέχρι σκασμού. Όμως η κοινωνική ζωή και το πείραγμα δεν ήταν μόνο εκδηλώσεις μιας μέρας. Ήταν τρόπος ζωής για τους Καραβιώτες. Η κοινωνικότητα των κατοίκων φαίνεται από το γεγονός ότι ο Καραβάς διέθετε δεκαπέντε καφενεία και δέκα κέντρα. Τα καφενεία είχαν πάντοτε χειμώνα-καλοκαίρι, πρωί-βράδυ κίνηση.Τα πειράγματα ήταν μέρος της καθημερινής τους συναναστροφής στους χώρους αυτούς. Ήταν άνθρωποι του κεφιού και του γέλιου. Σκάρωναν ο ένας στον άλλο πλάκες και κολλούσαν αναμεταξύ τους παρατσούκλια. Ίσως δεν υπήρχε Καραβιώτης χωρίς παρατσούκλι, που συνήθως ήταν πιο γνωστό από το όνομά του και τελικά γινόταν πολλές φορές και το επώνυμό του.
Μερικοί Καραβιώτες έμειναν παροιμιώδεις για τις φάρσες που σκάρωναν. Ο πιο ξακουστός όμως απ’όλους, όχι μόνο στον Καραβά αλλά και σ’όλη την γύρω περιοχή, ήταν ο Χατζηγιάννης. Τα κατορθώματά του στους τομείς της φάρσας, του γλεντιού και της παντρειάς –ήταν ασυναγώνιστος προξενητής- αξίζουν τον κόπο να αποτελέσουν το περιεχόμενο ενός μικρού βιβλίου. Ενδεικτικά αναφέρω πως μέχρι τα γειτονικά τουρκοχώρια, Φώττα-Πιλέρι, πήγαινε και τους έλεγε τα «δέμαντα», δηλαδή το ... Λάζαρο(!)Â κι ερχόταν φορτωμένος μ΄ όλου του κόσμου τα καλά.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΗΓΑΣΙΟΥ Άρρηκτη με την κοινωνικότητα των Καραβιωτών και την αλληλοκατανόηση ήταν η αλληλεγγύη και η συναδελφικότητα. Γι αυτό στον Καραβά ιδρύθηκε η δεύτερη σε αρχαιότητα σε όλη την Κύπρο Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία και αργότερα δυο συνεργατικά καταστήματα. Ιδρύθηκαν επίσης δυο Συνεργατικές Εταιρείες: Η Σ.Ε. Λεμονοπαραγωγών και η Σ.Ε. Ελαιοπαραγωγών. Ιδρύθηκαν ακόμη Δημοτική Αγορά, Δημοτικό Θέατρο και Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Οφείλω εδώ να αποδώσω τιμή, ως ελάχιστο μνημόσυνο, στον πρωτεργάτη της πρακτικής έκφρασης αυτής της αλληλεγγύης των κατοίκων, τον αείμνηστο γιατρό Ιωάννη Πηγασίου.
Η ΛΑΜΠΟΥΣΑ Δίπλα στην Αχεροποίητο κειτόταν βουβή κι ασάλευτη η Λάμπουσα. Μια πολιτεία που άρχισε τη ζωή της γύρω στα 1600 π.Χ. και την τερμάτισε γύρω στα 600 μ.Χ. όταν οι κάτοικοί της, για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των Αράβων μετακινήθηκαν προς τον Πενταδάκτυλο, ιδρύοντας έτσι τον Καραβά και την Λάπηθο. Μια πολιτεία που ονομάστηκε έτσι, γιατί έλαμψε από ομορφιά και πλούτη. Γι’ αυτό άλλοι τη φθόνησαν κι άλλοι την ορέχτηκαν.
Τώρα κειτόταν εκεί πνιγμένη στα χαλάσματα, κουρσεμένη, με τους θυσαυρούς της σκορπισμένους σε μουσεία ξένα, σε τόπους όπου δεν τους ανήκουν. Απλωμένη δίπλα στην ακρογιαλιά η Λάμπουσα περίμενε υπομονετικά την αξίνα του αρχαιολόγου να την ξεθάψει, να φέρει στο φως τα μυστικά της, κι ίσως άλλους κρυμμένους θησαυρούς. Μα ο πιο πολύτιμος θησαυρός θα’ταν η καλύτερη γνωριμία με τους πατέρες μας κι η στενότερη σύνδεση με τις ρίζες μας. Θα ήταν η αυτογνωσία, πάνω στην οποία θα χτίζαμε ένα πιο σωστό αύριο. Τώρα διπλά κουρσεμένη θα περιμένει και θα μας καλεί.
ΟΙ ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΩ Ανατολικότερα της Λάμπουσας, το βλέμμα εξεταστικό μελετούσε τα σύγχρονα κτίρια στην τουριστική περιοχή του Καραβά. Πλάι στις αμμουδιές και τους βράχους, πλάι στα καταγάλανα κι ολοκάθαρα νερά αραδιασμένα ένα-ένα, τα πιο γνωστά ξενοδοχεία και κέντρα του Καραβά: Mare Monte, Ζέφυρος, Νεράϊδα, Κλέαρχος, Δροσερή Ποταμιά, Πλατάνια, Χρυσός Βράχος και άλλα. Όλα αυτά μαρτυρούσαν την προοδευτικότητα των κατοίκων του Καραβά, την ανταπόκρισή τους στην πρόκληση της εποχής, που ήταν η τουριστική βιομηχανία.
Είναι γεγονός πως οι φυσικές ομορφιές της περιοχής έκαμαν τα σπίτια και τη γη περιζήτητα, οι δε τιμές τους ανέβηκαν κατακόρυφα. Γι αυτό πολλοί κοιμούνταν φτωχοί και ξυπνούσαν πλούσιοι. Η κατάσταση αυτή ευνόησε πολύ εκείνους που είχαν κτήματα κοντά στη θάλασσα.
Όμως το χρήμα δεν έρχεται μόνο του, αλλά φέρνει μαζί του και κάποια αλλαγή στο χαρακτήρα. Κάμνει τον άνθρωπο λίγο υπερόπτη, λίγο εγωιστή και λίγο σκληρό. Γι αυτό οι «κάτω» άρχισαν να χάνουν την απλότητα που χαρακτήριζε τους «πάνω».
ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΝΕΡΟ Η αυλαία της υπέροχης σκηνής της φύσης και των ανθρώπων της, που με κρατούσαν μαγεμένο αλλά και σκεφτικό στην πέτρα εκείνου του ξέφωτου, έκλεινε πάντα με μια νοσταλγική ματιά του ανατολικότερου σημείου του Καραβά. Του σημείου που πολύ αγάπησα, γιατί πολύ το έζησα. Εκεί πήγαινα να καταπιαστώ με ένα σπόρ, που πολλοί Καραβιώτες του είχαν αδυναμία: Να στήσω ξόβεργα και να ψαρέψω στη θάλασσα. Ήταν το «Πικρό Νερό».
«Γλυκό σε ήπια και πικρό μου στάθηκες», είπε η χαροκαμένη μάνα, που έχασε το παιδί της στο σημείο εκείνο, όταν έσκυψε να πιει νερό. Το ίδιο αυτό σημείο στάθηκε πικρό, πολύ πικρό και για τον Καραβά, αλλά και για το 40% της μοιρασμένης μας πατρίδας. Εκεί πρωτοπάτησε το πόδι του στη γη μας ο Αττίλας. Εκεί είχε μείνει ανοικτή η «κερκόπορτα» των αφρούρητων τειχών της Κύπρου και διαβήκαν οι οχτροί.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Τώρα 11 χρόνια μετά το κακό, 11 χρόνια μακρυά από τον Καραβά, οι μνήμες στέκουν ακόμα ορθές, κι ο Καραβάς ολοζώντανος μπροστά στα μάτια μου, στον ύπνο και τον ξύπνιο μου. Μια πληγή ανοικτή στην καρδιά μου, ένα βάρος ασήκωτο στο στήθος, ένας βαθύς αναστεναγμός.
Όπου κι αν πάω, όπου κι αν είμαι, τον κουβαλάω πάντα μέσα μου και πολλές φορές ονειρεύομαι ξύπνιος ή κοιμισμένος το φτερούγισμα της καρδιάς τη στιγμή του γυρισμού. Μια ανατριχίλα με διαπερνά τότε κι αναπνέω βαθιά για να μην κλάψω. Κι ύστερα μαλώνω τον εαυτό μου, που αφήνει το συναίσθημα να κυριαρχήσει της λογικής και πλάθει όνειρα.
Κι όμως αυτά τα όνειρα συντηρούν τις μνήμες, τονώνουν το αγωνιστικό φρόνημα και απαιτούν την επιστροφή. Αυτή την επιστροφή που η λογική μπορεί να τη διαγράφει, η καρδιά την έγραψε με άσβηστα γράμματα, την έκαμε προσκυνητάρι.
Είναι ίσως γι αυτό, που τα λόγια ενός κυπριακού τραγουδιού τόσο με συγκινούν όταν τ’ακούω, γιατί αποτελούν την ύστατη υποχώρηση της καρδιάς: «Στη Χώραν εμ π’αρρώστησα, στη Σκάλα πα’να γιάνω τζιαι στον ωραίο Καραβά να γύρω να πεθάνω.»
06/09/1985 Από το βιβλίο "ΚΑΡΑΒΑΣ, πονεμένο τραγούδι της προσφυγιάς" του Ανδρέα Χρυσάνθου
|