ΤΟ ΛΥΠΗΡΟΝ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ ΤΗΣ ΦΟΥΚΑΣΑΣ (1925)
Ελάτε φίλοι μου κοντά και πάλι θ’αρκινήσω,
έναν κακόν δυστύχημα πόγινεν να ξηγήσω…..
Ακούσατε να σας ειπώ όλην την ιστορίαν,
Μπαίνουν καμμιάν πεντακοσιάν μέσα στην γαλαρίαν.
Και μπαίνουν μέσα στο βουνόν, πάσιν κανένα μίλιν
Κι εργάζονται δια να ζήσουν, αγαπητοί μου φίλοι.
Ποδίνες και παπούτσια τους και τα φορέματά τους
Μα λυούσιν και μαυρίζουσιν τα μούτρα τα δικά τους.
Που το πρωίν αλλάσσουνται, την νύκταν πάσιν άλλοι
Και μέραν νύκτα μα το φως αφταίνει σαν μανάλλι
Καθένας το φανάριν του κρατεί το εις το χέριν,
Κρεμμάζει το κι εργάζεται νύκταν και μεσομέριν.
Έναν πρωίν επήα’ κει τραούθκια να πουλήσω,
Να δω και λλίους φιλους μου και να τους ομιλήσω.
Όταν εβκαίναν φίλοι μου που μες την γαλαρίαν,
Είπουν εν΄μαύροι τζι’ ήρτασιν από την Αραβίαν.
Και όσοι μπαίνουν μέσα τζει όλοι τους πομαυρίζουν,
Μόνον τα δόντια τους πτωχούς ολίγον εν’π’ασπρίζουν.
Και άδειαν εζήτησα να μπω στην γαλαρίαν,
δια να γράψω τακτικά Φουκάσας ιστορίαν.
Μέσα εν όπως το χωρκόν που παν οι γαλαρίες
και βκάλουν πράμαν αρκετόν, δεν είναι ιστορίες.
Εκάμαν το οκτώ πατούς, μα όπως τα ανώγια,
άνθρωπος θέλει προσοχήν, μα δεν σηκώνει λόγια.
Εβκάλλαν και πρωτύτερα οι πρωτινοί, λαλούσιν,
καθώς φαίνονται οι σκουριές εκεί και μαρτυρούσιν.
Την κάθε μέραν βκάλλουσιν μιαν τρακοσιάν βαγόνια,
δεν είναι λλίος ο καιρός, εν δεκατρία χρόνια.
Μα το περίτου το βουνόν, λέγουν, το εφκαιρώσαν
και με τους στύλλους και νεφκές μέσα το εστυλλώσαν.
Μιαν ημέραν έκρουσεν μέσα η γαλαρία,
αφήκαν την και φύασιν κι έμεινα μ’απορίαν.
Αν κρούσ’ η γαλαρία τους, αρκάτης πιον θωρεί την
και κρούζουσιν τα χώματα πόχει πολλήν κοπρίτην.
Βκάλλουν ασήμιν καθαρόν, ακόμα και χρυσάφιν
και καλαγκάθιν περισσόν, ακόμα και θειάφιν.
Μα όμως τούτο πόγινεν προχθές μες στην Φουκάσαν
εν’δέκα που σκοτώθησαν και την ζωήν εχάσαν
Απόσπασμα από εκτενές ποίημα του Κλεάνθη Σάββα
|