.

ΣΤΗ ΓΙΟΛΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

.

την «Κυρά των Σπηλιών»

 

Κτύπησε το κινητό μου.

–Δάσκαλέ μου έχω δυο λόγια αγάπης να σου πω, σιγοψιθύρισες.

Τα παράτησα όλα και ήρθα.

 

Με περίμενες στη σκιά του πεύκου του εξώστη σου. Μου έφτιαξες ανθούς με φέτα και τους περιέχυσες με μέλι. Κοιτάξαμε μαζί την Ανατολή.

-Κοίταξε δάσκαλε τι μεγάλη καταπράσινη αγκαλιά έχουν τα Σπήλια, είπες και το βλέμμα σου έλαμψε.

-Κι η Μαδαρή από πάνω να τα σκέπει σαν Παναγιά, συμπλήρωσα.

 

Γυρίσαμε το βλέμμα δυτικά.

-Τα βουνά μας δάσκαλε πως ορμούν έτσι και χύνονται στο γαλάζιο του Ξερού, είπες κι ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί σου.

- Ο Θεός είναι ο μεγαλύτερος ποιητής, συμπλήρωσα ξανά.

 

Ύστερα κοιτάζοντάς με κατάματα,

-Δάσκαλε, αυτός ο τόπος γεμίζει την καρδιά μου, τόσο που νομίζω θα ραγίσει, είπες κι έκλεισες τα μάτια. Ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο σταρένιο σου πρόσωπο.

-Ο τόπος μας αγαπά και μας ευλογεί, το θέμα είναι εμείς αν τον αγαπούμε, διερωτήθηκα.

 

Ίσιωσες το κορμί σου απότομα, τέντωσες τα δυο σου χέρια στο τραπέζι και με κοίταξες διαπεραστικά στα μάτια.

-Έχω όνειρα πολλά γι’ αυτόν τον τόπο, δάσκαλε. Θέλω στην είσοδο του χωριού, στο Μύλο, να κάνω μια ταμπέλα με ένα θερμό καλωσόρισμα, θέλω εδώ στον Κούκο να βλέπω λουλούδια, να βάλω παγκάκια και να φτιάξω ένα κιόσκι, θέλω να υψώσω ένα ρολόι εκεί στο Πάρκο της Ειρήνης, θέλω…, θέλω… Βοηθείστε με να τα κάνω, είπε παρακαλεστικά.

-Θα τα συζητήσω με τον Κοινοτάρχη, είπα, θα πάρουμε τις απόψεις των αρμοδίων, θα…, θα…, θα…

-Δάσκαλε, δεν μπορώ να περιμένω, είπες αποφασιστικά και σήκωσες παρακαλεστικά το βλέμμα στον ουρανό

 

Την επομένη ο Κούκος καθαρίστηκε, τη μεθεπομένη γέμισε γλάστρες με άνθη πολλά, την τρίτη μέρα μπήκαν κάτι παγκάκια, σε λίγες μέρες έφτασε ένα κιόσκι που είναι ακόμη παραγερμένο εκεί, κάποια στιγμή ένας αρχιτέκτονας μου έφερε ένα σχέδιο για μια πινακίδα καλωσορίσματος και δεν ξέρω πόσα άλλα έχουν τροχοδρομηθεί.

Έπεφτα από τη μια ευχάριστη έκπληξη στην άλλη και είπα στον εαυτό μου

-Ανόητε γραφειοκράτη, που διυλίζεις τον κώνωπα, πάρε το μάθημά σου.

 

 

Κορίτσι μου αγαπημένο, καλή μου μαθήτρια που βάλθηκες να με ξεπεράσεις με την ορμή των νιάτων σου, ένα πράγμα δεν είχα καταλάβει τότε. Όταν όμως μου έφεραν το μαντάτο του απρόσμενου χαμού σου τότε κατάλαβα γιατί βιαζόσουν. Ήθελες να προλάβεις. Δεν τα πρόλαβες όλα. Όμως τα όμορφα όνειρά σου είναι εκεί και μας προκαλούν να το ολοκληρώσουμε.

 

Καλή μου Γιόλα, όταν άκουσες πως το χωριό σου ντύθηκε στα λευκά πέταξες για να το χαρείς. Η ζεστασιά των τοίχων του εξοχικού σου δεν σε αρκούσε. Εσύ, πουλί λεύτερο, βγήκες να απολαύσεις τη μαγεία που μόνο η φύση των Σπηλιών μπορεί να δημιουργήσει. Τα γήινα μάτια σου δεν μπορούσαν να αγκαλιάσουν όλο το χωριό μα το ανήσυχο πνεύμα σου δεν συμμαζευόταν και ήθελε να απολαύσει την κάθε γωνιά του. Η καρδιά σου ράγισε από τον πόθο του πνεύματος κι αυτό ξέφυγε λεύτερο να χαιρετήσει το Ειρηνάκι μας που σου έγνεφε κατάντικρυ, τους ήρωές μας, τον Άη Αντώνη μας, την Χρυσοκουρδαλιώτισσά μας, κι όλους τους παππούδες και γιαγιάδες που ακόμα πλανιόνται ανάμεσά μας κι ας λέμε πως πέθαναν. Και το κορμί σου, ξέπνεο πια, έπεσε να αγκαλιάσει τη μάνα γη των Σπηλιών κι εσύ έμεινες εκεί να φυλάς το χώμα τους.

 

Πριν κάποιους μήνες σε μια δημοσίευσή μου σε αποκάλεσα «Η κυρά των Σπηλιών». ΄Τώρα καταλαβαίνω γιατί μου βγήκε αυθόρμητα αυτός ο χαρακτηρισμός. Ξέρεις το πνεύμα του ανθρώπου βλέπει πολύ πιο μακριά από τα μάτια του.

 

Λοιπόν, «Κυρά των Σπηλιών», εμείς οι πεζοί άνθρωποι μπορεί να βάλουμε το σώμα σου εδώ στις γειτονιές της Χώρας, μα το πνεύμα σου θα πλανιέται συνεχώς στα Σπήλια και τα Κούρδαλι. Κι όταν αναπνέουμε τον αέρα τους θα έχει το άρωμα του πνεύματός σου, που θα μας καθοδηγεί και θα μας ελέγχει αν η αγάπη μας για το χωριό μας είναι αρκετή και θα μας ρωτά αν τα όνειρά σου έγιναν έργα.

 

Αισθάνομαι πως είναι καθήκον, πρώτα της οικογένειάς σου, κι ύστερα όλων εμάς να φροντίζουμε ώστε το πνεύμα σου να χαίρεται μαζί μας.

 

Στο καλό, Γιόλα, στο καλό «Κυρά των Σπηλιών» και καλό Παράδεισο.

 

Ανδρέας Χρυσάνθου

20/12/2013