ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Τ’ ΑΗ ΝΤΩΝΗ ΤΩΝ ΣΠΗΛΙΩΝ

Επιστροφή στις ρίζες μας

 .

Church_old

.

Τ’ Άη Αντώνη σήμερα. Του εκατοχρονίτη Αγίου της Αιγύπτου. Του καθηγητή της ερήμου. Γιορτάζουν οι Αντώνηδες κι Αντωνίες. Γιορ-τάζουν κι εκκλησιές που’ ναι αφιερωμένες στ’ αρχοντόπαιδο που διέ-νειμε την περιουσία του στους φτωχούς κι ασκήτεψε δεκαετίες πολλές στην αφιλόξενη έρημο.

 

Κάθε τέτοια μέρα που λαχαίνει να’ ναι του Αγίου του χωριού μου, των Σπηλιών, και δε μπορώ να βρεθώ στη χάρη του, θυμούμαι νοσταλγικά το πανηγύρι του, όπως το ζούσα πιτσιρικάς πριν τριάντα τόσα χρόνια, τότε που ήμουνα μαθητάκος του δημοτικού σχολείου.

 

Με βροχή ή με χιόνια, με λιακάδα ή συννεφιά, η γλυκόλαλη καμπάνα τ’ Άη Αντώνη των Σπηλιών, σκαρφαλωμένη στο θεόρατο πεύκο-καμπαναριό της, κάθε 17 του Γενάρη ξυπνούσε πρωί-πρωί όλο το χω-ριό και το καλούσε στη φτωχική εκκλησίτσα του Αγίου, που κτισμένη σ’ ένα ύψωμα δεσπόζει της κοινότητας.

 

Πεταγόμουνα βιαστικά απ’ το κρεβάτι, έτρεχα, αψηφώντας το κρύο, στη βρύση της γειτονιάς μου να πλυθώ, να πάω νωρίς στην εκκλησιά, να ντυθώ «παπαδάκι», να κρατώ τα εξαπτέρυγα και να συνοδεύω τον παπά-Δημήτρη (αιωνία του η μνήμη) στην ιεροτελεστία.

 

Όμως έπρεπε πρώτα να πάρω από το χέρι την ταχτική φιλοξενούμενή μας τέτοια μέρα, την «Παμπόρα», μια μεσόκοπη τυφλή τραγουδίστρια που τραγουδώντας πουλούσε τα ποιήματά της στο πανηγύρι.

 

Φτάνοντας στην εκκλησιά αρκετές τέντες ήταν ήδη στημένες. Εδώ ο πραματευτής, εκεί ο καζαντζής, ο παστελλάς πιο κάτω, ο χαλκωματάς σε μια άκρη, σε μια γωνιά ο ζωέμπορας, φθαρτέμποροι, φυστικάδες, γανωματήδες κι άλλοι πολλοί. Στην πιο προνομιακή όμως θέση, δίπλα στην είσοδο της εκκλησιάς, οι λοκματζήδες!

 

Ήμουνα καλό παιδί και πολλούς πειρασμούς τους άντεχα εύκολα. Ο μόνος που με δυσκόλευε πολύ ήταν ο λοκμάς. Για να τον αποφύγω και να μπω… αμόλυντος στο ιερό, έπιανα τα ρουθούνια μου σφιχτά και τρέχοντας έμπαινα με κομμένη την ανάσα μέσα στην εκκλησιά κλείνοντας πίσω μου βίαια την πόρτα.

 

Δάγκωνα όμως απότομα τα χείλη, γιατί ο δάσκαλός μας, ο αείμνηστος Κλέαρχος Κυριακίδης, ήταν πάλι εκεί στητός, αψηλός σαν πλάτανος, δίπλα στο Δεσποτικό να εξετάζει με το βλέμμα ποια παιδιά πήγαν ή όχι στην εκκλησιά. Μόνο που σήμερα τα παιδιά είχαν το ελεύθερο, όταν η μικρή μας εκκλησιά γέμιζε από προσκυνητές, μ’ ένα νεύμα του δασκάλου να βγουν στην αυλή. Αυτά άλλο που δεν περίμεναν! Και τότε κλάψτε λοκμάδες και παστέλια κι όλες οι άλλες λιχουδιές.

 

Εγώ όμως, όπως και τρία άλλα παιδιά, που’ χαμε την ατυχία να’ μαστε «καλά παιδιά», οφείλαμε να μένουμε στο Ιερό δίπλα στον παπά-Δημήτρη. Κι έβαζε τη μέρα εκείνη ο παπάς μας τα πιο λαμπρά του άμφια κι έψελνε με τη «καλή του τη φωνή», που μόνο τρεις φορές το χρόνο χρησιμοποιούσε: Χριστούγεννα, Λαμπρή και τ’ Άη Αντώνη! Άσε που σήμερα έλεγε όλες τις ευχές δυνατά και αργά κι ας μας έπιανε τα… «καλά παιδιά» λιγούρα στο στομάχι.

 

Κάποτε όμως έφτανε κι η σειρά του «δι’ ευχών των Αγίων» και ξεχυ-νόμουν επιτέλους κι εγώ μέσα στην παραζάλη του πανηγυριού. Όσο κουδούνιζαν στην τσέπη μου τα δυο σελίνια του πατέρα μου και το ένα της γιαγιάς μου, δεν έβρισκα ησυχία. Λοκμάδες, παστέλια, φιστί-κια, μανταρίνια, μπαλόνια, σφυριά κι άλλα μικροπαίγνιδα, που σήκωνε η τσέπη μου, ήταν δικά μου.

 

Όταν πια η τσέπη άδειαζε, είχα μάτια και αυτιά και για τα’ άλλα πράγ-ματα. Φώναζε ο πραματευτής, φώναζε κι ο καζαντζής, ο ζωέμπορας ξελαρυγγιζόταν για τα καλά του γαϊδούρια κι η «Παμπόρα» τραγου-δούσε στο διαπασών. Κόσμος πηγαινοερχόταν, γελούσε, αγκαλια-ζόταν, συζητούσε, διαπραγματευόταν. Γέμιζε ο δρόμος κι η αυλίτσα της εκκλησιάς βράκες, μουστάκια, τσεμπέρια και πλεξούδες. Κόσμος-πολύς κόσμος. Όλα τα γύρω χωριά, Κυπερούντα, Καννάβια, Αμίαν-τος, Κακοπετριά, όλη η Πιτσιλιά και Σολιά μαζευόταν στα Σπήλια. Μερικοί έρχονταν με τα αυτοκίνητα, μα οι πιο πολλοί περπατητοί ή  καβάλα στα γαϊδούρια.

 

Μετά το πανηγύρι η χαρά συνεχιζόταν σ’ όλα τα σπίτια των Σπηλιών. Η μάνα μου μπουρλότιαζε τη τσιμινιά κι έστρωνε πάντα στο δίχωρο τα δυο μεγάλα μας τραπέζια. Μοσκοβολούσε το σπίτι απ’ τον τραχανά, τον καουρμά, τα λουκάνικα και τις άλλες καλοφαγίες που πάντα τέτοια μέρα ετοίμαζε.

 

Σε λίγο το σπίτι γέμιζε απ’ τους φίλους ή κουμπάρους του πατέρα μου και τους συγγενείς μας από τα γύρω χωριά. Το καλό φαΐ, η θαλ-πωρή της τσιμινιάς, η ζιβανία και το κρασί, μα προ πάντων η καλή καρδιά κι η αγάπη άναβαν το κέφι. Οι πιπεράτες φιλοφρονήσεις έδιναν κι έπαιρναν και το σπίτι σειόταν από τα γέλια και τα τραγούδια ως αργά το απόγευμα.

 

Εποχές που έφυγαν και δεν ξανάρχονται. Έφυγε μαζί τους η ξεγνοια-σιά κι η απλότητα των ανθρώπων. Ο κόσμος τρέχει ασταμάτητα για το μεροκάματο κι όποιου αγίου ας είναι. Κάπου-κάπου πάει σε κάποιο κέντρο ν’ αγοράσει λίγη διασκέδαση. Κάμαμε φίλο τη μοναξιά μας κι αναζητούμε παρέα στην τηλεόραση. Κι όμως τι πιο ωραίο από ένα πανηγύρι κι ένα φαγοπότι με τους φίλους σου όπως τότε, την εποχή των πατέρων μας.

 

Τ’ Άη Αντώνη σήμερα, του πολιούχου των Σπηλιών. Άσβηστο καίει το κερί της νοσταλγίας στη χάρη σου Άγιε.

 

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17/01/1990 στις εφημερίδες και μεταδόθηκε από το ΡΙΚ.)