ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ 15/07/1974
Το καλοκαίρι του 1974 με βρήκε στον Καραβά. Ήμουνα στο σπιτάκι μου στο «Μεζερέ» (Περτογειτονιά), το τελευταίο σπίτι στην ανηφόρα για τον Παλιόσοφο, γειτονικό μας χωριουδάκι στην αγκάλη του Πενταδάκτυλου. Κατάντικρυ μας στην απέναντι μεριά του δρόμου η εκκλησιά του Άη Γιώργη με τ’ αψηλό κυπαρίσσι, όπου κούρνιαζαν χιλιάδες τα σπουργίτια. Κάτω μακριά η θάλασσα να παίζει με την αρχαία «Λάμπουσα». Η Φλώρα μεγάλωνε το Μιχάλη μας που ήτανε σχεδόν ενός χρόνου και είχε στην κοιλιά της το Χρίστο μας. Εγώ δούλευα στο γειτονικό Γυμνάσιο της Λαπήθου. Γύρω τριγύρω του σπιτιού μας μια μεγάλη αυλή με καμιά δεκαριά εκατοχρονίτικες ελιές, κάτι άλλα δεντράκια που φύτεψα και μια αράδα «πομιλορκές», έτσι για να’ χω να «ποσκολιούμαι», να θυμούμαι και τα παιδικά μου χρόνια στα Σπήλια. Ήμουνα μια χαρά. Είχα βάλει τις βάσεις της ευτυχίας μου. Καραβας 1974
Την Κυριακή, 14 Ιουλίου, παντρέψαμε τον κουνιάδο μου Γιαννάκη στην Κερύνεια με τη Ρένα. (Γονείς τώρα του τραγουδιστή Μιχάλη Χατζηγιάννη) Ήρθε για τη χαρά αυτή και ο πατέρας μου με σκοπό να μείνει μαζί μας κάνα-δυο μέρες. Το βράδυ μας κρατούσαν συντροφιά τα μπουζούκια του ξακουστού κέντρου «Οι Μύλοι του Καραβά», μια ανάσα πιο κάτω από το σπίτι μας. Εκείνο το βράδυ ο λαϊκός τραγουδιστής του κέντρου κάθε λίγο και λιγάκι έπιανε το «σουξέ» της εποχής, «το πουκάμισο το θαλασσί» του Νταλάρα, λες και ήξερε ο αθεόφοβος πως την επομένη το έθνος το Ελληνικό θα τα έκαμνε πάλι θάλασσα. Το Δημαρχείο, τότε
Έτσι ξημέρωσε η αποφράδα μέρα της 15ης Ιουνίου 1974. Γύρω στις 8.30 το πρωί, το ραδιόφωνο μας ανάγγελλε σε πρόστυχο ύφος πως «Η Εθνική Φρουρά ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Κύπρου. Ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός!». Πέτρωσα. Δίπλα μου βρέθηκε η πεθερά μου, μια άγια γυναίκα. -Εμ’ μιάλη αμαρτία τούτη γιε μου. Ο Μακάριος εν’ άγιος άνθρωπος. Μιάλον κακόν εν’να μας εύρει, μονολόγησε. Όπως όλα τα δικτατορικά καθεστώτα έτσι και η δική μας Χούντα ξεκίνησε μ’ ένα μεγάλο ψέμα. Μέχρι το βράδυ ακούσαμε τη φωνή του Μακάριου από ένα πρόχειρο ραδιοσταθμό της Πάφου να γελοιοποιεί τους επιβήτορες της εξουσίας. Κανονικά, σκέφτηκα, πρέπει το νέο καθεστώς, σεβόμενο τα ενωτικά του συνθήματα, να κηρύξει την ένωση με την Ελλάδα.. Αντ’ αυτού, σε λίγο άρχισε να διαλαλεί πως δεν καταργεί το Σύνταγμα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνεχίσει το δρόμο της και θα σεβαστεί τις διεθνείς συνθήκες και υποχρεώσεις της. Ήταν το σιχαμερό πρόσωπο κάθε δικτατορίας. Καπηλεύεται τα εθνικά ιδανικά για να βγει στην εξουσία κι ύστερα τα πετά στον κάλαθο των αχρήστων. Όταν συνήλθα από τα απανωτά σοκ, μια σκέψη με πάγωσε: Η Τουρκία! Εισβολή! Διχοτόμηση! Μ’ έπιασε πανικός.Â Η φωνή του Μακάριου αναπτέρωσε λιγάκι το ηθικό μου. Το κάλεσμά του για αντίσταση ήτανε βάλσαμο. Αλλά φευ! Σε μια δυο μέρες όλα κατέρρεαν και ο Μακάριος εγκατέλειπε την Κύπρο. Η κερκόπορτα των τειχών άνοιξε για καλά. Ο εχθρός μπορούσε να διαβεί. ΣΠΕ Καραβά, από τις αρχαιότερες της Κύπρου
Την Τετάρτη, 17 του Ιούνη, ο πατέρας μου ήθελε σώνει και καλά να τον πάρω στο χωριό μας, τα Σπήλια. Τι να’κανα; Πήρα τη γυναίκα μου και το παιδί μου, έριξα βιαστικά στο αυτοκίνητο το πιο αγαπημένο μου βιβλίο, την «Αστρονομία» του Κωτσάκη, κι ανέβηκα στο χωριό μου. Ένας στενός μου συγγενής, πασίχαρης, με πήρε στο σπίτι του και μου έδειξε μια καδρωμένη φωτογραφία του Μακάριου, πεσμένη στο πάτωμα και ποδοπατημένη με θρύψαλα τα γυαλιά. - Μη χαίρεσαι, του είπα, θα πληρώσουμε ακριβά τα ανομήματά σας. Στο μεταξύ βαρέθηκα τα ψέματα του μοναδικού ραδιοφωνικού σταθμού της εποχής, του ΡΙΚ δηλαδή, και άρχισα να ακούω το BBC. Οι φόβοι μου άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Οι Εγγλέζοι περιέγραφαν τις αντιδράσεις της Τουρκίας και τις προετοιμασίες του στρατού της και μιλούσαν για εισβολή. Βλέποντας την επιδείνωση της κατάστασης αποφάσισα να παρατείνω την παραμονή μας στα Σπήλια Αχεροποίητος, το ξακουστό μοναστήρι του Καραβά
Η τηλεόραση και το ραδιόφωνό μας εξακολουθούσαν να θριαμβολογούν για την εξουδετέρωση των «πραιτωριανών» και για τα «τσέχικα» που μάζεψαν. Πού και πού έδειχναν κάποια ανησυχία, λέγοντας πως «η αλλαγή στη διακυβέρνηση του τόπου είναι εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων και δεν έχει να κάμει τίποτε με τους Τουρκοκύπριους» λες και θα τους έπαιρνε κανείς στα σοβαρά. Την Παρασκευή το βράδυ, βιαστικά βήματα και ανήσυχα σιγανομουρμουρητά γνωστών πραξικοπηματιών της κοινότητας κορύφωσαν την αγωνία μου. Αποκοιμήθηκα πολύ αργά έχοντας κολλημένο στο αυτί μου ένα ραδιοφωνάκι μέσω του οποίου έψαχνα σ’ ανατολή και δύση την αλήθεια ή καλύτερα μια ενθαρρυντική είδηση. Φευ! Όλα πια είχαν πάρει το δρόμο τους. Από το βιβλίο "ΚΑΡΑΒΑΣ, πονεμένο τραγούδι της προσφυγιάς", του Ανδρέα Χρυσάνθου        Â
|