ΠΙΚΡΗ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
Τα χαμόγελα κράτησαν μόνο δεκαοκτώ μήνες
-Πάλι κλαις; - .............. -Τι σ’ έπιασε πάλι; - Δε διάβασες; Οι Τούρκοι κάθισαν στα σπίτια μας. Γιατί τόση αδικία; Γιατί αυτό το κατάντημα; Θέλω το σπίτι μας! - Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο να κλαις. Αν μπορούσα να σου το δώσω πίσω θα το’ κανα. Σου αρνήθηκα ποτέ τίποτα; Τώρα βλέπεις δεν είναι στο χέρι μου, κομμάτια να γίνω. Μη γίνεσαι μωρό. Αν μας το πάρουν μπορεί να μας δώσουν κάποιο άλλο καλύτερο. - Δε θέλω καλύτερο. Ούτε παλάτι να μου’ διναν, δε θα δεχόμουν να δώσω το σπιτάκι μου. Μπορεί να μην ήταν τόσο ωραίο και πλούσιο, όμως ήταν το σπίτι μας. Ήταν αυτό που για να το κτίσω ξυπνούσα από τα εφτά χαράματα και κουβαλούσα με τις «σίκλες» το νερό από το αυλάκι, για να γεμίσω τις βαρέλες προτού έρθουν οι κτίστες. Ξεθεωνόμουνα ολημερίς για να πάρω τούβλα, πηλό, νερό, ξύλα κι ό,τι άλλο ήθελαν οι κτίστες για να προχωρεί γρήγορα το κτίσιμο. Κι έπρεπε να τρέχω ακόμη να φτιάξω καφέδες να φέρω κρύο νερό... Θυμάσαι πόσα σημάδια είχα στα χέρια και τα πόδια σαν ήρθες να με πάρεις; Ήταν τα σημάδια του αγώνα μου. Πόση χαρά ένιωθα σαν το έβλεπα να ψηλώνει, να παίρνει γραμμή και σχήμα! Έκτισα και τον εαυτό μου εκεί μέσα. Είμαι δεμένη μαζί του. Με νιώθεις; Λίγο μετά την Ειβολή, απρόσκλητος ένοικος με κλεμμένο αυτοκίνητο χαίρεται ό, τι έκτισε η Φλώρα.
- Λες να’ μαι από πέτρα; - Δεν αντέχω άλλο. Όσο το σκέφτομαι νομίζω πως θα τρελαθώ. Θυμάμαι την ευρύχωρη κουζίνα μας, την γκαζιέρα, το ψυγείο, τα ερμαράκια με στίβες τα μαγειρικά σκεύη. Θυμάσαι ο Μιχάλης μας που τ’ άνοιγε και τα πέταγε με τα χεράκια του; Κι εμείς δήθεν τον μαλώναμε κι όμως γελάγαμε και τον καμαρώναμε κρυφά; - Θυμάμαι. Μπορώ να τα ξεχάσω; - Θυμάσαι τη «φουκού» που κάθε τόσο τη γέμιζες με κάρβουνα και σε λίγο μύριζε ο «Μεζερές» από τη σούβλα που καμαρωτός-καμαρωτός γύριζες; Θυμάσαι που δεν καταδεχόσουν τα σιδερένια σουβλιά κι έκοβες δάφνινα; Τι καλός που ήσουν αγάπη μου!
Η γειτονιά μας τότε.
- Έλα τώρα και θα με συγκινήσεις. Ξεχνάς το φουρνάκι που φτιάξαμε με τον αδελφό σου και ξυπνούσαμε κάθε Κυριακή απ’ τις πέντε για να το «πυρώσω» και να το γεμίσω με κρέας; - Μετά πήγαινες στην Ευαγγελίστρια κι εγώ περίμενα πώς και πώς να γυρίσεις. Θυμάσαι πως δεν έπινα το νεσκαφέ μου, αν δεν ερχόσουν από την εκκλησιά να το πιούμε αντάμα; Πάντα σε περίμενα! - Έκανες υπερβολές. - Δεν πήγαινε κάτω να το πίνω μόνη μου, πίστεψέ με. - Το πιστεύω. - Θυμάσαι που σκάβαμε μαζί να φυτέψουμε άνθη; - Τα χρυσάνθεμά μας θα’ ναι ολάνθιστα τώρα. - Τα λαχανικά μας; Τι γλυκές που ήταν οι ντομάτες μας. Οι μελιτζάνες, τα πιπέρια, τα κολοκυθάκια .... Πόσα να θυμηθώ; - Μην ξεχνάς πως κόστιζαν περισσότερο από ό,τι αν τ’ αγοράζαμε. Κι όμως εμείς το βιολί μας. Μας άρεσε. Μας έδενε. - Αυτό είναι. Θυμάσαι που σαν έβρεχε έτρεχες μεσ’ τη βροχή να βάλεις το νερό από τ’ αυλάκι τ’ Άη Γιώργη να πιουν οι ελιές μας; Τι τρελός που ήσουνα; - Αχ και να μπορούσα να ξαναγίνω τέτοιος τρελός!
- Θυμάσαι που καθόμασταν και βλέπαμε τη βροχή να πέφτει; Πότε κοιτάγαμε το βουνό και πότε τη θάλασσα. Κοιτάγαμε αχόρταγα. Θυμάσαι που παρατούσες το διάβασμα για να κολλήσουμε τις μύτες μας στο τζάμι για να βλέπουμε; Κι ο Μιχάλης μας, κτύπαγε τα χεράκια του και το στοματάκι του έλεγε λόγια χαράς που μόνο εκείνος καταλάβαινε! - Τι όμορφος που ήταν ο Πενταδάκτυλος μετά τη βροχή. Ολοπράσινα τα κυπαρίσσια και τα πεύκα. Κι αν καμιά ηλιακτίδα ξεγελούσε τα σύγνεφα, ένα πανηγύρι από χρώματα σκορπούσαν οι δροσοσταλίδες που κρέμονταν απ’ τα φύλλα των δέντρων. - Κι ο Άη Γιώργης, στο γραφικό εκκλησάκι του, λες και μας έσκεπε και μας βλογούσε κάθε λεπτό. Χιλιάδες τα σπουργίτια κούρνιαζαν κάθε δειλινό στο ψηλό κυπαρίσσι στη μέση της αυλής του. Κι αυτό περήφανο και στοργικό λικνιζόταν με χάρη στο κάθε φύσημα τ’ αγεριού λες και τα νανούριζε στην αγκαλιά του. - Ήταν το καθημερινό μας «ξημέρωμα». Μόλις ανοίγαμε το παράθυρο να’σου μπροστά μας ο Άη Γιώργης. Τον καλημερίζαμε μ’ ένα σταυροκόπημα. - Κάθε απόγευμα νιες, μεσόκοπες και γριούλες ανηφόριζαν για ν’ ανάψουνε το καντήλι του, να του πουν τον πόνο τους, να βρουν παρηγοριά. Κι ήταν χαρά μας να τις βλέπουμε, να τις χαιρετούμε, να λέμε δυο λόγια, ένα αστείο. Άη Γιώργη μου, πώς θα σ’ έχουν καταντήσει! - Ξέχασες τ’ ωραιότερο: Εκείνες τις νύκτες που κοιμότανε ο Μιχάλης μας καθόμασταν έξω ν’ ακούσουμε τον τραγουδιστή της νύκτας, που μέσ’ από τα φυλλώματα των πλατανιών, μας μέθαγε λες με το τραγούδι του. - Το αηδόνι! Λες και τ’ ακούω ακόμη. - Κι ‘όμως εκείνο το πρωί η χαρά μας τέλειωσε. Κείνο το πρωί η χαρά μας κόπηκε γρήγορα, απότομα, απρόσμενα. Κείνο το πρωί μας κλέψαν τη χαρά μας. Εκείνη η απαίσια φωνή λες και θα με τρελάνει: «Ο Μακάριος είναι νεκρός».
- Κλέφτες της χαράς μας! - Έλα μην κλαις άλλο. Μην κλαις. Μη, σε παρακαλώ.....
Ανδρέας Χρυσάνθου 01/11/74 Από το βιβλίο "ΚΑΡΑΒΑΣ, πονεμένο τραγούδι της προσφυγιάς" Normal 0 MicrosoftInternetExplorer4
ΠΙΚΡΗ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ  -Πάλι κλαις; - .............. -Τι σ’ έπιασε πάλι; - Δε διάβασες; Οι Τούρκοι κάθισαν στα σπίτια μας. Γιατί τόση αδικία; Γιατί αυτό το κατάντημα; Θέλω το σπίτι μας! - Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο να κλαις. Αν μπορούσα να σου το δώσω πίσω θα το’ κανα. Σου αρνήθηκα ποτέ τίποτα; Τώρα βλέπεις δεν είναι στο χέρι μου, κομμάτια να γίνω. Μη γίνεσαι μωρό. Αν μας το πάρουν μπορεί να μας δώσουν κάποιο άλλο καλύτερο. - Δε θέλω καλύτερο. Ούτε παλάτι να μου’ διναν, δε θα δεχόμουν να δώσω το σπιτάκι μου. Μπορεί να μην ήταν τόσο ωραίο και πλούσιο, όμως ήταν το σπίτι μας. Ήταν αυτό που για να το κτίσω ξυπνούσα από τα εφτά χαράματα και κουβαλούσα με τις «σίκλες» το νερό από το αυλάκι, για να γεμίσω τις βαρέλες προτού έρθουν οι κτίστες. Ξεθεωνόμουνα ολημερίς για να πάρω τούβλα, πηλό, νερό, ξύλα κι ό,τι άλλο ήθελαν οι κτίστες για να προχωρεί γρήγορα το κτίσιμο. Κι έπρεπε να τρέχω ακόμη να φτιάξω καφέδες να φέρω κρύο νερό... Θυμάσαι πόσα σημάδια είχα στα χέρια και τα πόδια σαν ήρθες να με πάρεις; Ήταν τα σημάδια του αγώνα μου. Πόση χαρά ένιωθα σαν το έβλεπα να ψηλώνει, να παίρνει γραμμή και σχήμα! Έκτισα και τον εαυτό μου εκεί μέσα. Είμαι δεμένη μαζί του. Με νιώθεις; - Λες να’ μαι από πέτρα; - Δεν αντέχω άλλο. Όσο το σκέφτομαι νομίζω πως θα τρελαθώ. Θυμάμαι την ευρύχωρη κουζίνα μας, την γκαζιέρα, το ψυγείο, τα ερμαράκια με στίβες τα μαγειρικά σκεύη. Θυμάσαι ο Μιχάλης μας που τ’ άνοιγε και τα πέταγε με τα χεράκια του; Κι εμείς δήθεν τον μαλώναμε κι όμως γελάγαμε και τον καμαρώναμε κρυφά; - Θυμάμαι. Μπορώ να τα ξεχάσω; - Θυμάσαι τη «φουκού» που κάθε τόσο τη γέμιζες με κάρβουνα και σε λίγο μύριζε ο «Μεζερές» από τη σούβλα που καμαρωτός-καμαρωτός γύριζες; Θυμάσαι που δεν καταδεχόσουν τα σιδερένια σουβλιά κι έκοβες δάφνινα; Τι καλός που ήσουν αγάπη μου! - Έλα τώρα και θα με συγκινήσεις. Ξεχνάς το φουρνάκι που φτιάξαμε με τον αδελφό σου και ξυπνούσαμε κάθε Κυριακή απ’ τις πέντε για να το «πυρώσω» και να το γεμίσω με κρέας; - Μετά πήγαινες στην Ευαγγελίστρια κι εγώ περίμενα πώς και πώς να γυρίσεις. Θυμάσαι πως δεν έπινα το νεσκαφέ μου, αν δεν ερχόσουν από την εκκλησιά να το πιούμε αντάμα; Πάντα σε περίμενα! - Έκανες υπερβολές. - Δεν πήγαινε κάτω να το πίνω μόνη μου, πίστεψέ με. - Το πιστεύω. - Θυμάσαι που σκάβαμε μαζί να φυτέψουμε άνθη; - Τα χρυσάνθεμά μας θα’ ναι ολάνθιστα τώρα. - Τα λαχανικά μας; Τι γλυκές που ήταν οι ντομάτες μας. Οι μελιτζάνες, τα πιπέρια, τα κολοκυθάκια .... Πόσα να θυμηθώ; - Μην ξεχνάς πως κόστιζαν περισσότερο από ό,τι αν τ’ αγοράζαμε. Κι όμως εμείς το βιολί μας. Μας άρεσε. Μας έδενε. - Αυτό είναι. Θυμάσαι που σαν έβρεχε έτρεχες μεσ’ τη βροχή να βάλεις το νερό από τ’ αυλάκι τ’ Άη Γιώργη να πιουν οι ελιές μας; Τι τρελός που ήσουνα; - Αχ και να μπορούσα να ξαναγίνω τέτοιος τρελός! - Θυμάσαι που καθόμασταν και βλέπαμε τη βροχή να πέφτει; Πότε κοιτάγαμε το βουνό και πότε τη θάλασσα. Κοιτάγαμε αχόρταγα. Θυμάσαι που παρατούσες το διάβασμα για να κολλήσουμε τις μύτες μας στο τζάμι για να βλέπουμε; Κι ο Μιχάλης μας, κτύπαγε τα χεράκια του και το στοματάκι του έλεγε λόγια χαράς που μόνο εκείνος καταλάβαινε! - Τι όμορφος που ήταν ο Πενταδάκτυλος μετά τη βροχή. Ολοπράσινα τα κυπαρίσσια και τα πεύκα. Κι αν καμιά ηλιακτίδα ξεγελούσε τα σύγνεφα, ένα πανηγύρι από χρώματα σκορπούσαν οι δροσοσταλίδες που κρέμονταν απ’ τα φύλλα των δέντρων. - Κι ο Άη Γιώργης, στο γραφικό εκκλησάκι του, λες και μας έσκεπε και μας βλογούσε κάθε λεπτό. Χιλιάδες τα σπουργίτια κούρνιαζαν κάθε δειλινό στο ψηλό κυπαρίσσι στη μέση της αυλής του. Κι αυτό περήφανο και στοργικό λικνιζόταν με χάρη στο κάθε φύσημα τ’ αγεριού λες και τα νανούριζε στην αγκαλιά του. - Ήταν το καθημερινό μας «ξημέρωμα». Μόλις ανοίγαμε το παράθυρο να’σου μπροστά μας ο Άη Γιώργης. Τον καλημερίζαμε μ’ ένα σταυροκόπημα. - Κάθε απόγευμα νιες, μεσόκοπες και γριούλες ανηφόριζαν για ν’ ανάψουνε το καντήλι του, να του πουν τον πόνο τους, να βρουν παρηγοριά. Κι ήταν χαρά μας να τις βλέπουμε, να τις χαιρετούμε, να λέμε δυο λόγια, ένα αστείο. Άη Γιώργη μου, πώς θα σ’ έχουν καταντήσει! - Ξέχασες τ’ ωραιότερο: Εκείνες τις νύκτες που κοιμότανε ο Μιχάλης μας καθόμασταν έξω ν’ ακούσουμε τον τραγουδιστή της νύκτας, που μέσ’ από τα φυλλώματα των πλατανιών, μας μέθαγε λες με το τραγούδι του. - Το αηδόνι! Λες και τ’ ακούω ακόμη. - Κι ‘όμως εκείνο το πρωί η χαρά μας τέλειωσε. Κείνο το πρωί η χαρά μας κόπηκε γρήγορα, απότομα, απρόσμενα. Κείνο το πρωί μας κλέψαν τη χαρά μας. Εκείνη η απαίσια φωνή λες και θα με τρελάνει: «Ο Μακάριος είναι νεκρός». - Κλέφτες της χαράς μας! - Έλα μην κλαις άλλο. Μην κλαις. Μη, σε παρακαλώ.....  01/11/74Â
|