ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑ ΤΟ ΚΟΥΚΚΙ
Πήγα να βάλω το αυτοκίνητο στο γκαράζ. Ασυναίσθητα το χέρι μου έψαξε το κούφωμα δίπλα στο τιμόνι. Κάτι ασυνήθιστο μπλέχτηκε στα δάκτυλά μου. Το τράβηξα έξω. Ένα κουκκί τυλιγμένο στο θυλάκι του. Απόρησα, μα αμέσως θυμήθηκα. Ξεχνιoύνται αυτά τα πράματα; Οι εικόνες καθαρές, ολοζώντανες ξεπήδησαν από το υποσυνείδητο. Ένα μείγμα χαράς, νοσταλγίας και πόνου πλημμύρισε την καρδιά μου. Υγράνθηκαν τα μάτια. Τα δάκτυλα χάιδεψαν τρυφερά το κουκκί, το φέρανε στα χείλη κι ύστερα τ’Â ακούμπησαν ευλαβικά στο κούφωμα δίπλα στο τιμόνι.
Τώρα το κούφωμα θα είναι μόνο για το κουκκί. Μόνο του εκεί απείραχτο και άφθαρτο. Θα’ ναι ο μαγνήτης του ματιού και του χεριού μου. Θα’ ναι το πιο ευαίσθητο κτύπημα της πιο γλυκιάς, νοσταλγικής νότας της πληγωμένης καρδιάς. Θα’ ναι το φυλαχτό μου.
Ήταν κάποτε μια ευτυχία Την έφτιαχνα με τη Φλώρα χωρίς να συνειδητοποιούμε ουσιαστικά πως εκείνο που φτιάχναμε ήταν ευτυχία. Πώς ήταν δυνατό να πιστέψουμε πως η ευτυχία φτιάχνεται με τόσο απλά υλικά; Ήταν κάποτε ένα σπιτάκι. Ήταν το σπιτάκι μας. Είχε γύρω μια αυλή με ελιές. Ήταν η αυλή μας. Είπαμε να φυτέψουμε την αυλή μας. Την οργώσαμε και τη φυτέψαμε κουκκιά. Δεν ήταν ανάγκη. Κουκκιά θα μας έφερνε ο φίλος μας ο Αντρέας από την Κατωκοπιά. Μα έπρεπε να διοχετεύσουμε κάπου τη δραστηριότητά μας. Μας άρεσε και τους δυο. Μας έδενε. Τι άλλο θέλαμε;
Κάθε πρωί προτού πάω στη δουλειά, έκανα μια βόλτα ανάμεσα στις ελιές να δω αν είχαν βλαστήσει. Πολλές φορές η Φλώρα βλέποντάς με, έτρεχε κοντά μου και γυρόφερνε μαζί μου σκαλίζοντας τη γη με το μάτι, για να δει αν ξεφύτρωσε κάποιο κουκκί. Κάποιο μεσημέρι, μόλις κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο η Φλώρα έτρεξε πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά, για να μου αναγγείλει με χαρά το ξεφύτρωμα. Άρπαξα με λαχτάρα το Μιχάλη μας απ’ την αγκαλιά της και πήγαμε κι οι τρεις να χαρούμε το γεγονός. Πόσο απλή είναι η χαρά!
Οι κουκκιές μεγάλωσαν. Έγιναν δυο και τρία πόδια. Κάποτε στολίστηκαν με ανθούς. -Να φέρεις έγχρωμο φιλμ, είπε η Φλώρα Έφερα και βγάλαμε φωτογραφίες ανάμεσα στους ανθούς. -Θα βάλουμε και μια στο άλμπουμ του Μιχάλη. -Σωστά, είπα. -Σαν μεγαλώσει ο Μιχάλης μας θα τον μάθω να αγαπά τη γη. Τη γη μας.
Τα κουκκιά κάρπισαν. Εγώ κρατούσα το ψωμί και το αλάτι. Η Φλώρα διάλεγε φρέσκα κουκκιά, τα ξεφλούδιζε, τ’ αλάτιζε και «ένα σου-ένα μου». Τα πλείστα κουκκιά τα φιλέψαμε φρέσκα στους γείτονες, τους συγγενείς και τους φίλους. Η ηδονή του να δίνεις. Κάποτε τα κουκκιά ωρίμασαν. Τα μαζέψαμε. Όπως ήταν επόμενο δε μαζέψαμε και πολλά. Όμως ο φίλος μας από την Κατωκοπιά δε μας ξέχασε. Κάποτε ήρθε φορτωμένος πατάτες, κουκκιά και καρότα. Ο Θεός είναι δίκαιος. Φίλε μου, Αντρέα πού να βρίσκεσαι άραγε;
Μια μέρα κατεβαίνοντας από τα σκαλιά για να πάω στο σχολείο, πρόσεξα στη ρίζα μιας ελιάς ένα θυλάκι σε μια ξεχασμένη κουκκιά. Χαμογέλασα. Το έκοψα. Σαν μπήκα στο αυτοκίνητο το πέταξα στο κούφωμα δίπλα στο τιμόνι. Το κουκκί κρύφτηκε με τρόπο. Το πράμα ήταν ασήμαντο. Η πράξη πέρασε στο υποσυνείδητο αμέσως. Ευλογημένη πράξη. Μια ασήμαντη πράξη που τώρα πέρασε για πάντα στη συνείδησή μου, για να μου δονεί κάθε λίγο τη χορδή της νοσταλγίας. Ο χωρισμός μου γίνηκε μαρτύριο. Το ξερίζωμα βαραίνει σαν μολύβι στη ψυχή μου. Η ψυχή ζητά δράση για την επιστροφή. Δε θέλει την επιστροφή σαν δώρο. Τη θέλει σαν καρπό αγώνα.
Ήταν κάποτε μια ευτυχία που κράτησε ένα χρόνο. Η ευτυχία έμεινε στην οδό Προμηθέως στο νούμερο 10, στον Καραβά. Η ευτυχία εκείνη με περιμένει να τη συνεχίσω.
23/02/75
|