«ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ ΚΥΠΡΟΝ ΣΚΑΙΩΝ»

Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου

02_Saint_Neofytos

Αρχαία εικόνα του Αγίου

1. Κείμενο

Νεφέλη καλύπτει ήλιον και ομίχλη όρη και βουνούς, δι’ ων απείργηται θάλψις και φωταυγής ηλίου ακτίς χρόνω τινί είργει δε και ημάς δώδεκα χρόνους ήδη νεφέλη και ομίχλη αλλεπαλλήλων δεινών, των τη χώρα συμβεβηκότων. Κρατηθείσης μεν γαρ της Ιερουσαλήμ υπό του αθέου Σαλαχαντί, της δε Κύπρου υπό Ισαακίου του Κομνηνού, μάχαι λοιπόν και πόλεμοι, ταραχαί και ακαταστασίαι, λαφυραγωγίαι και δειναί συναντήσεις την γην, εν η οι δηλωθέντες ήρξαν, κατεκάλυψαν νεφέλης και ομίχλης πλέον. Ιδού γαρ ο ζωηφόρος του Κυρίου ημών τάφος και τα λοιπά άγια εδόθησαν τοις κυσί Μουσουλμάνοις δια τας αμαρτίας ημών και δακρύει εν τη τοιαύτη συμφορά πάσα ψυχή φιλόθεος. Ταραχθέντα δε και τα έθνη και βασιλείαι κλιθείσαι, κατά το γεγραμμένον ο Αλαμανίας φημί και ο Εγκλινίας και παν έθνος σχεδόν, κεκίνηνται υπέρ της Ιερουσαλήμ και ήνυσαν ουδέν.. Ουδέ γαρ ηυδόκησεν η Πρόνοια κύνας εξεώσαι και λύκους αντισάξαι. Και ιδού δώδεκα χρόνους επί το χείρον τα κύματα κορυφούνται.

 

Έτι τε και αυτός ο υιός ημών ο πνευματικός, προς ον δηλαδή τούτο εγράφομεν, τα δεινά μη υποφέρειν βλέπειν τε και ακούειν και εκ μέρους αυτών πάσχειν, μετά πολλής περινοίας και μηχανής εξέφυγε χείρας μιαιοφάνους συν παντί τω λαώ αυτού θεία ροπή, και, προσφοιτήσας Αγγέλω τω βασιλεί Κωνσταντινουπόλεως, προσεδέχθη εντίμως και το του Σεβαστού γέρας είληφεν εξ αυτού. Εγώ δε, την υπόσχεσιν εκπληρών ιδού συν Θεώ γράφω και τα επίλοιπα, ως υπεσχόμην, τοις εντυγχάνουσι παραδηλών την δυσχέρειαν των πραγμάτων. Ήτις άρα δυσχέρεια που δη καταλήξει οίδεν ουδείς εν ανθρώποις, ει μη μόνος ο επιτιμών τη θαλάσση και τοις ανέμοις και γαληνιώσιν.

 

Ξένα τινά και δυσήκουστα τα τη χώρα τούτα συμβεβηκότα δεινά, και τοιαύτα, ως πάντας τους αυτοίς πλουσίους επιλαθέσθαι πλούτου αυτών, λαμπρών οικημάτων, συγγενών, οικετών, ανδραπόδων, πλήθους ποιμνίων, βουκολίων, λακινίων, βοσκημάτων παντοίων, χωρών σιτοτρόφων και παμφόρων αμπέλων και παραδείσων ποικίλων, και μετά πολλής σπουδής αποπλεύσαι λάθρα προς χώρας αλλοδαπάς και προς την βασιλίδα των πόλεων. Όσοι δε διαφυγείν ουκ ίσχυσαν, τις ικανός εκτραγωδήσαι τας θλίψεις αυτών, τους ετασμούς, τους δημοσίους φυλακισμούς, την ολκήν των απαιτουμένων χρημάτων, μέχρι χιλιάδων τόσων. Ταύτα δε συγκεχώρηται γενέσθαι δι’ αμαρτίας όγκον, ψήφω Θεού δικαία, ίνα, ταπεινωθέντες, καταξιωθώμεν ίσως συγγνώμης.

 

Χώρα εστίν Ιγκλιτέρα, πόρρω της Ρωμανίας κατά βορράν, εξ ης νέφος Ιγκλίνων συν τω άρχοντι αυτών, εις πλοία μεγάλα λεγόμενα νάκκας συνεισελθόντες, τον πλουν προς Ιεροσόλυμα έδρων. Τότε γαρ και ο Αλαμάνων άρχων μετά εννακοσίων χιλιάδων, ως φασί, στρατοπέδων προς Ιεροσόλυμα και αυτός την ορμήν εποιείτο, παρελθών δε την χάραν του Ικονίου και τα ανατολικά μέρη διερχόμενος, διεφθάρησαν τα στρατόπεδα τω μήκει της οδού και τω λιμώ και τη δίψει, ο δε βασιλεύς αυτών εν τινί ποταμώ απεπνίγη εποχούμενος ίππω. Ιγκλίτερ δε, τη Κύπρω παραλαβών, εύρεν αυτήν ο πανάθλιος ως τιθηνούσαν μητέρα, και, ει μη γέγονε τούτο, τα του Αλαμάνου ίσα έμελλε πείσεσθαι και αυτός.

 

Πως δε Κύπρον εάλω, επιδρομάδην λέξω και τούτο. Ως εγένετο εν χρήσει ο αν μακαρία τη λήξει ευσεβέσττος βασιλεύς Μανουήλ ο Κομνηνός φρουρόν στείλαι τινά προς τα βασιλικά φρούρια της Αρμενίας στέλλει τινά των αυτού συγγενών κομιδή νέον, Ισαάκιον τούνομα. Ος, χρόνους τινάς τα φρούρια περιφυλάξας , συνάπτει πόλεμον μετά των Αρμενίων και, παρ΄αυτών αλωθείς, πιπράσκεται τοις Λατίνοις.  Οι δε σιδηροδέσμιον αυτόν κατείχον χρόνοις ικανοίς ην γερ τελευτήσας ο βασιλεύς Μανουήλ, ο θείος αυτού, εάσας την βασιλείαν Αλεξίω τω υιώ αυτού, παιδαρίου όντι και αυτώ. Δι’ην αιτ’ιαν, συμβασιλεύσας αυτώ Ανδρόνικος, ο θείος αυτού, αναιρεί το παιδάριον, κρατήσας της βασιλείας.  Δυσσωπηθείς δε παρά της συγκλήτου βουλής, στέλλει πάμπολλα λύτρα και εξωνείται εκ Λατίνων τον ρηθέντα Ισαάκιον, ος, ελθών εν τη Κύπρω, κρατεί αυτήν και φημίζεται βασιλεύς και κρατεί αυτήν επί χρόνοις επτά, εκάκωσε δε ου την χώραν απλώς και των πλουσίων τους βίους καθόλου διήρπασεν, αλλά και τους ιδίους άρχοντας αυτού ποινηλατών καθεκάστην και θλίβων, ώστε πάντας εν αμηχανία διάγειν και τρόπον τινά επιζητούντας φεύξασθαι απ’ αυτού.

 

Τούτων δε ούτως εχόντων, ιδού και Ιγκλίτερ προσβάλλει τη Κύπρω και θάττον προς αυτόν έδραμον πάντες. Τότε ο βασιλεύς, έρημος εναπομείνας λαού, προύδοκε και αυτός χερσί των Ιγκλετέρων. ον και δήσας και τους αυτού αυτού θυσαυρούς διαρπάσας σφόδρα πολλούς και την χώραν σκυλεύσας δεινώς, αποπλεί προς Ιερουσαλήμ, πλοία καταλείψας του σχιδεύειν την χώραν και στέλλειν όπισθεν αυτού. τω δε βασιλεί Κύπρου Ισαακίω καταλείπει σιδηροδέσμιον εν καστελλίω καλουμένω Μαρκάππω. Κατά δε του ομοίου αυτού Σαλαχαντίνου ανύσας μηδέν ο αλιτήριος, ήνυσε τούτο και μόνον, διαρπάσας την χώραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρών διακοσίων. Διό και πολύς ο ολολυγμός και αφόρητος ο καπνός, ως προείρήται, ο ελθών εκ του βορρά περί ών ο θέλων δηλώσαι κατά μέρος  και ο χρόνος επιλείψει.

 

Μαινομένης θαλάσσης εκ πολλής τρικυμίας και πολλής καταιγίδος ουδέν αποδέει νυν τα της χώρας ημών, μάλλον δε και χείρον αγρίας θαλάσσης εκείνης γαρ την αγριότητα διαδέχεται γαλήνη, ενθάδε δε ο κλύδων καθεκάστην επαύξει και, το ραγδαίον αυτού, τέλος ουκ έχει, ει μη που ακούσετε, «Μέχρι τούτου ελεύση και ουχ υπερβήση, αλλ’ εν σεαυτή συντριβήσεταί σου τα κύματα».  Εν τη Λευιτική Βίβλω γέγραπται διαρρήδην τα εν τη γη ημών συναντήσαντα πήματα, ήτοι πόλεμοι, ήτται, σποραί διακενής, υπεναντίων εδωδή καμάτων ημών, και η ισχύς ημών εγένετο εις ουδέν, και εγενόμεθα ολιγοστοί, και λαός αλλότριος επληθύνθη εν τη γη ημών. «Επορεύθητε .   προς με πλάγια» λέγει ο Θεός «καγώ πορεύσομαι προς υμάς εν θυμώ πλαγίω». Και γαρ ούτως έχει. Ει μη πω γαρ τις νοσήσας χαλανεί, ουδ’ ο ιατρός επάγει τομήν μετά πικρίας και καύσεως. Δήλον ότι και ημείς, ει μη που πολλά τον Πανάγαθον Ιατρόν ημών παρεπικράναμεν και πλαγίως προς Αυτόν επορεύθημεν, ουκ αν και Αυτός πλαγίως προς ημάς διετέθη, σωτηριωδώς παραπικραίνων ημάς.

 

2. Μετάφραση Φώτη Κόντογλου

«Τὸ σύννεφο σκεπάζει τὸν ἥλιο κ᾿ ἡ ἀντάρα τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνά, καὶ μποδίζανε τὴ ζέστη καὶ τὴ φωτεινὴ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου γιὰ λίγον καιρό. Κ᾿ ἐμᾶς μας ἔχει σκεπασμένους δώδεκα χρόνια τώρα σύννεφο κι᾿ ἀντάρα ἀπὸ βάσανα ἀπανωδιαστὰ ποὺ πέσανε ἀπάνω στὴ χώρα μας. Γιατὶ σὰν πῆρε τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ ἄθεος Σαλαχαντὴς καὶ τὴν Κύπρο ὁ Ἰσαάκιος ὁ Κομνηνός, σκεπάσανε τὸν τόπο χειρότερα ἀπὸ ἀντάρες καὶ φουρτοῦνες, πολέμοι καὶ ταραχὲς κι᾿ ἀκαταστασίες, κουρσέματα κ᾿ αἱματοχυσίες. Γιατὶ νά, ὁ ζωηφόρος τάφος τοῦ Κυρίου καὶ τἆλλα τὰ ἅγια δοθήκανε στοὺς σκύλους Μουσουλμάνους γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ δακρύζει γιὰ τούτη τὴ συμφορὰ κάθε ψυχὴ π᾿ ἀγαπᾶ τὸ Θεό. Σὰν τὰ εἴδανε αὐτά, ταραχθήκανε τὰ ἔθνη καὶ τὰ βασίλεια, κατὰ τὸ γραμμένο, ὁ Ἀλαμάνος λέγω κι᾿ ὁ Ἐγκλινίας καὶ σχεδὸν κάθε ἔθνος κίνησε γιὰ νὰ σώσει τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Καὶ νά, δώδεκα χρόνια, καὶ τὰ κύματα ἀγριεύουνε καὶ ψηλώνουνε χειρότερα... Κι᾿ αὐτὰ συγχωρηθήκανε νὰ γίνουνε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας τὶς μεγάλες, μὲ δίκαια ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε κ᾿ ἴσως συγχωρεθοῦμε. Εἶναι μία χώρα Ἰγκλιτέρρα, πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ Ρωμανία κατὰ τὸ βοριᾶ, κι᾿ ἀπὸ δαύτη σύννεφο Ἰγκλίνων μαζὶ μὲ τὸν ἄρχοντά τους μπήκανε σὲ κάτι καράβια μεγάλα ποὺ τὰ λένε νάκκες καὶ ταξιδέψανε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε τράβηξε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα κι᾿ ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀλαμάνων μὲ ἐννιακόσιες χιλιάδες. Μὰ αὐτός, περπατώντας κατὰ τὰ ἀνατολικὰ μέρη τοῦ Ἰκονίου, ἔχασε τὰ στρατεύματά του ἀπὸ τὸ περπάτημα κι᾿ ἀπὸ τὴν πείνα κι᾿ ἀπὸ τὴ δίψα κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς πνίγηκε μέσα σ᾿ ἕναν ποταμὸ καβάλλα στ᾿ ἄλογό του. Κι᾿ ὁ Ἰγκλίτερ ἦρθε στὴν Κύπρο καὶ τὴ βρῆκε σὰν χαροκαμένη μάνα...

Ἡ χώρα μας εἶναι σὰν τὴ θάλασσα ποῦναι ἀγριεμένη ἀπὸ πολλὴ ἀνεμοζάλη. Καὶ μάλιστα ἡ συμφορά μας εἶναι χειρότερη κι᾿ ἀπὸ τὴν ἄγρια τὴ θάλασσα. Γιατὶ ἡ θάλασσα, σὰν περάσει ἡ ἀγριάδα της, ἔρχεται ἡ γαλήνη, ἐνῶ σ᾿ ἐμᾶς ἡ φουρτούνα χειροτερεύει κάθε μέρα κ᾿ ἡ μανία της δὲν ἔχει τέλος. Στὸ Λευϊτικὸ βιβλίο εἶναι γραμμένα ὅσα βρήκανε τὴ χώρα μας, πολέμοι, σπάρσιμο χωρὶς ἀπολαβή, φάγωμα τῶν κόπων μας ἀπὸ τοὺς ὀχτρούς μας. Κ᾿ ἡ δύναμή μας γίνηκε ἕνα τίποτα· κι᾿ ἀπομείναμε λιγοστοί. «Πορευθήκατε σὲ μένα πλάγια, μᾶς λέγει ὁ Θεός, κ᾿ ἐγὼ θὰ πορευθῶ σὲ σᾶς μὲ θυμὸ πλάγιον». Κι᾿ ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι· γιατὶ ἂν δὲν κουτσαθεῖ κανένας, οὔτε κι᾿ ὁ γιατρὸς τὸν κόβει μὲ τὸ νυστέρι, κι᾿ οὔτε τοῦ καίει τὸ πονεμένο μέρος. Λοιπὸν εἶναι φανερὸ πὼς κ᾿ ἐμεῖς, ἂν δὲν πικραίναμε κάποτε τὸν πανάγαθο γιατρό μας καὶ δὲν πηγαίναμε σ᾿ αὐτὸν πλάγια, κ᾿ Ἐκεῖνος δὲ θὰ φερνότανε σὲ μᾶς πλάγια καὶ δὲ θὰ μᾶς πίκραινε γιὰ νὰ σωθοῦμε».

fotogallery

Ανδρέας Χρυσάνθου

27/09/2011