ΜΙΚΡΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Σαρανταήμερο

 

Στις 14 του Νιόβρη, τ’ Άη Φιλίππου ήτανε οι σήκωσες  της Μικρής Σαρακοστής που προετοίμαζε τους πιστούς για τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων. Δεν είχε την αίγλη της σήκωσης της Μεγάλης Σαρακοστής γιατί έπεφτε συνήθως καθημερινή και δεν ακολουθούσε αργία. Έλειπαν επίσης οι πολλές και μακρές νυχτερινές ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Εξάλλου μέχρι τις 12 του Δεκέμβρη, του Αγίου Σπυρίδωνα δηλαδή, επιτρεπόταν το ψάρι.

 

Το ψάρι που τρώγαμε ήταν ένα «κουτοτσάρτελο» (μια κυλινδρική κονσέρβα ψαριού) κάθε Κυριακή ή μπακαλιάρο παστό. Ο μπακαλιάρος ήτανε αλατισμένος και τον έβαζε η μάνα μου σε ζεστό νερό για μερικές ώρες να ξεαλμυρίσει. Ύστερα έφτιαχνε χυλό με ζυμάρι στον οποίο αφού το βουτούσε τον τηγάνιζε.

 

Κάτι άλλο που έκανε τη νηστεία αυτή να μη μας πολυφαίνεται ήταν τα πολλά γεωργικά προϊόντα που διατηρούσαμε από το Καλοκαίρι. Σε μια «κούμνα» (μικρό πιθάρι) η μάνα μου ανακάτευε σύκα παστά, σταφίδες, «αθάσια αφρούγια», καρύδια και «κιοφτέρκα». Είχαμε το ελεύθερο όποτε πεινούσαμε να πιάνουμε μια δράκα από το μίγμα αυτό. Σε μια άλλη «κούμνα» φυλάγαμε μέσα στα άχυρα κάτι μικρά αχλάδια που ωρίμαζαν προς το τέλος του Σεπτέμβρη (σιειμονάππια) και κυδώνια. Τέλος από μια μακριά βέργα «βάκλα» που τη στερεώναμε οριζόντια πιο ψηλά απ’ τα κεφάλια μας κρεμμάζαμε σινιστέρι (σταφύλι άσπρο) που διατηρείτο μέχρι και τα Χριστούγεννα. Πλούσια λοιπόν τα «ελέη του Κυρίου» για τα δεδομένα της δεκαετίας του 1950. Έτσι έβγαινε άνετα η νηστεία του Σαρανταήμερου.

 

Μια μικρή αγγαρεία που είχαμε κατά τη διάρκεια του Σαρανταήμερου ήταν να πηγαίνουμε στο δάσος και να γεμίζουμε ένα μικρό καλάθι με βαλανίδια του δρυ ή της «λατζιάς» και να το αδειάζουμε στη βούρνα του χοίρου «για να καθαρίσει το άντερό του» προτού τον σφάξουμε κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου που πλησίαζε.


 

Από το βιβλίο "ΣΟΛΙΑ, παρελθόν, παρόν, μέλλον" του Ανδρέα Χρυσάνθου