ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Σκαλαπούνταροι

Champis
Χαμπής Τσαγγάρης

Τα Δωδεκάμερα είναι η περίοδος από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Την περίοδο αυτή έχουμε τρεις μεγάλες γιορτές Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα. Για μας τα παιδιά, τότε στη δεκαετία του πενήντα, ήταν η περίοδος που οι καλικάντζαροι ή σκαλαπούνταροι κυκλοφορούσαν τα βράδια και μου άρεσε να καταφεύγω στη γιαγιά μου την Ελεγκού και τον παππού μου το Λοϊζή για να μου πουν ιστορίες γι’ αυτά τα παράξενα όντα. Ο παππούς μου ισχυριζόταν πως πολλές φορές τον ενόχλησαν τα βράδια ιδιαίτερα όταν, καβάλα στο γαϊδούρι του και ολομόναχος, ερχόταν από τον Κουτραφά, όπου έσπερνε, στα Σπήλια για τις γιορτές. Ιδιαίτερα επιθετικοί ήταν όταν περνούσε έξω από νεκροταφεία.

 

Με έμαθαν λοιπόν οι παππούδες μου πως αυτά τα κακά πλάσματα όλο το χρόνο κόβουν, μέσα στο σκοτάδι κάτω από τη γη όπου βρίσκονται, το δέντρο στο οποίο στηρίζεται η γη και κατά τα Χριστούγεννα που είναι έτοιμο να κοπεί και να τους πλακώσει  πετάγονται πάνω από το χώμα και κυκλοφορούν ανάμεσά μας και μας ενοχλούν. Είναι μικρόσωμοι, τριχωτοί και ασχημομούρηδες. Κυκλοφορούν τα βράδια και κρύβονται την ημέρα. Τους αρέσουν τα λουκάνικα και τα ξεροτήγανα. Το βράδυ κατεβαίνουν από τη τσιμινιά μέσα στα σπίτια και ψάχνουν για φαγητό.

 

Το θέμα τώρα ήταν π;vς θα απαλλασσόμουν από τους σκαλαπούνταρους, αν καμιά φορά με ενοχλούσαν. Οι συμβουλές του Λοϊζή και της Ελεγκούς ήταν σοφές: «Απόφευγε να κυκλοφοράς το βράδυ. Αν όμως καμιά φορά βγεις προς νερού σου και σε πλησιάσουν κάμε αμέσως το σταυρό σου. Θα εξαφανιστούν αμέσως. Άφηνε στη τσιμινιά ένα χοντρό ξύλο να ανάβει το βράδυ, για να μην μπορούν να κατεβούν μέσα στο σπίτι. Για καλό και για κακό όμως καλόπιανε τους και λίγο. Δηλαδή σύρνε τους πάνω στα κεραμίδια κανένα ξεροκαμένο λουκάνικο ή κανένα μισοωμό ξεροτήγανο. Αφού θα βρουν αυτό για το οποίο ήρθαν γιατί να κατεβούν από τη τσιμινιά! Όμως όταν τα ρίχνεις να λες:

 

Τιτσίν-τιτσίν λουκάνικο,

κομμάτι ξεροτήανο,

να φάτε τζιαι να φύετε»

 Kasialos

Μιχαήλης Κάσιαλος


Ακολουθούσα λοιπόν τις συμβουλές του παππού μου, που ήταν παθών, και έκανα υπομονή μέχρι τα Κάλαντα, την παραμονή των Φώτων δηλαδή, όπου με χαρά συνόδευα τον παπά του χωριού σε όλα τα σπίτια και με την αγιαστούρα του διώχναμε τους σκαλαπούνταρους στα τάρταρα της γης ξανά, όπου με λύπη διαπίστωναν πως το δέντρο που τη στήριζε έθρεψε ξανά. Φτου κι απ’ την αρχή λοιπόν οι σκαλαπούνταροι. Καλά να πάθουν!

 

Όμορφοι καιροί, παραμυθένιοι. Τώρα πια πού να βρούμε καιρό για παραμύθια. Τα έδιωξε η τηλεόραση. Πού να βρούμε σκοτάδι αφού κάνουμε τη νύχτα μέρα με τους προβολείς. Πού να βγουν σκαλαπούνταροι αφού στις στέγες κυκλοφορούν κλέφτες και λωποδύτες. Φοβήθηκαν κι αυτοί τους ανθρώπους και προτιμούν να μείνουν κάτω από το χώμα παρά να βγουν πάνω από αυτό. Τρελοί είναι να τους ενοχλούμε αντί να μας ενοχλούν!

 

Από το βιβλίο "ΣΟΛΙΑ, παρελθόν, παρόν, μέλλον" του Ανδρέα Χρυσάνθου