Έθιμα Πρωτοχρονιάς Το βράδυ τη παραμονής της Πρωτοχρονιάς το περνούσαμε οικογενειακά και ήσυχα. Στη νηστιά βάζαμε χοντρά ξύλα να έχουμε καλά κάρβουνα. Η μητέρα έφερνε από το περιβόλι ένα καλό κλαδί ελιάς με μεγάλα φύλλα. Μαζευόμασταν λοιπόν γύρω της και με τη σειρά αφού βάζαμε λίγο σάλιο σε ένα φύλλο και το ρίχναμε στα κάρβουνα λέγοντας «Άη Βασίλη-βασιλιά δείξε τζιαι φανέρωσε αν μ’ αγαπά …». Αν το φύλλο πεταγόταν από τη φωτιά σήμαινε πως υπήρχε αγάπη, διαφορετικά δεν υπήρχε. Αραιά και που χτυπούσε η πόρτα και αυτοσχέδιες χορωδίες παιδιών μας τραγουδούσαν το «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά…». Αντί κουλουρούθκια τώρα βάζαμε στο τενεκεδάκι που κρατούσαν μπακίρες!
Λόγω του πολύ ψυχρού κλίματος στο υψόμετρο των 1000 μέτρων των Σπηλιών, συνηθίζαμε το βράδυ εκείνο να το περνούμε γύρω από τη τσιμινιά. Στο τηγάνι έμπαιναν τα λουκάνικα και τα αυγά. Στη ζεστή στάχτη της νηστιάς οι πατάτες και τα κρεμμύδια να γίνουν οφτά. Σε άλλο πιάτο κανένα περδίκι ή καμιά φάσα ξιδάτη. Το κρασί έμπαινε σε ένα «μαστραπί» και αφού έβραζε λίγο δίπλα στη φωτιά έκανε βόλτα από στόμα σε στόμα με την ευχή «καλόν νέον έτος» και την απάντηση «αξιούστε». Το φαγοπότι έκλινε όπως πάντα με ξεροτήγανα της στιγμής.
Προτού ξαπλώσουμε η μητέρα έβαζε μια καθαρή πετσέτα στο τραπέζι, ένα πιάτο με κόλλυβα που στο κέντρο είχε ένα κερί αναμμένο, ένα ψωμί, μια μπουκάλα κρασί και ένα ποτήρι. Ο πατέρας έβαζε δίπλα το πουγκί του. Όλα αυτά για να φέγγει ο Άη Βασίλης που σίγουρα θα μας έκανε επίσκεψη όταν εμείς θα κοιμόμασταν, να φάει λιγάκι να ξεκουραστεί και να ευλογήσει το πουγκί του κυρού μας, να μην αδειάζει ποτέ. Έτσι τραβούσαμε για το κρεβάτι μας όπου οι αδελφές μου είχαν από ώρα βάλει μπουκάλες με καυτό νερό για να είναι ζεστά.
Την επομένη μετά την εκκλησία φιλούσαμε το χέρι του πατέρα και της μητέρας μας ανταλλάσσοντας ευχές. Ο πατέρας άνοιγε το πουγκί του και μας «πλούμιζε». Ακολουθούσε το κόψιμο της βασιλόπιττας που ήτανε ένα περιποιημένο ψωμί με σησάμι και ένα σταυρό στη μέση. Ο τυχερός που εύρισκε το σελίνι το φύλαγε για να έχει ολόχρονα λεφτά στην τσέπη του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ο καθένας προσπαθούσε να κάνει λίγο από διάφορες δουλειές για να του βγαίνουν πετυχεμένες σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου!
Από το βιβλίο "ΣΟΛΙΑ, παρελθόν, παρόν, μέλλον" του Ανδρέα Χρυσάνθου
|