ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ Από τις παραδόσεις μας Σπήλια 1950-1960 Καθαρα ΔευτεραΤην Καθαρά Δευτέρα συνηθίζαμε να συνδυάζουμε εργασία στα περιβόλια με το «κόψιμο της μούττης της Σαρακοστής». Τη μέρα αυτή καθαρίζαμε τα αμπέλια από τα κλαδέματα, καθαρίζαμε τους όχτους από τους βάτους (ορμάνια) και ανάβαμε φωτιές για να τα κάψουμε. Κατά το μεσημέρι στρωνόμαστε στο χορτάρι κάτω από τον ήλιο για ελαφρό φαγοπότι με όσους γειτόνους βρίσκονταν στα διπλανά κτήματα. Ο πατέρας πήγαινε πρώτα στον ποταμό για να κόψει «καψοτήρες», ένα άγριο λαχανικό που φύτρωνε μέσα στο ρέμα και ήταν στις δόξες του το Μάρτη. Οι καψοτήρες πήγαιναν πολύ με τις μαύρες ελιές που απαραίτητα συνόδευαν το φαγητό της ημέρας αυτής. Βραστές πατάτες και κριθαρένιο ψωμί ήταν η βάση του απλού τραπεζιού της ημέρας. Ξιδάτο σέλινο ή «αγγουράκι του καππαρκού» και κρεμμυδάκια ήταν τα ορεκτικά. Το κρασί δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα για τα αστεία ή τα «τσιαττιστά» τα οποία και έκλειναν τη συνήθως σύντομη διασκέδαση της ημέρας. Απλά λοιπόν και συμβολικά ξεκινούσε η Σαρακοστή κατά την οποία οι γονιοί μας, κι εμείς μαζί τους, νηστεύαμε πενήντα ολόκληρες μέρες. Έτσι περιμέναμε πως και πώς να έρθει το Πάσχα να «μιλλώσουμε» ξανά. Τρώγαμε λοιπόν φασόλια, ρεβίθια, λουβιά , φακές και κουκκιά. Αχ αυτά τα βραστά κουκκιά με το φύλο που στο πιάτο μέσα έβλεπες, όχι σπάνια, να επιπλέουν κάτι μαύρα έντομα, οι «καμμούγεροι». Πρόσεξε μη φάεις κανένα, μου έλεγε η μάνα μου, γιατί θα «μιλλώσεις»! Κυριε των ΔυναμεωνΚάθε βράδυ ο παπά-Δημήτρης χτυπούσε την καμπάνα του Άη Αντώνη καλώντας μας στην εκκλησιά για το Απόδειπνο. Το πιο γνωστό τροπάριο της ακολουθίας αυτής είναι το «Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού. Άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν, Κύριε των δυνάμεων ελέησον ημάς». Στην παιδική μου αντίληψη ακουγόταν ως εξής «Κύριε των Δυνάμεων με θυμόν γεννούν» και αντιλαμβανόμουν πως οι όρνιθες του χωριού γεννούσαν με θυμό, δηλαδή κάθε μέρα οπωσδήποτε την περίοδο της Σαρακοστής, για να έχουμε πολλά αυγά το Πάσχα να τσουγκρίσουμε! Πράγματι όλο το Πενηνταήμερο μαζεύαμε τα αυγά από τις γείστες των ορνίθων και τα αποθηκεύαμε σε τενεκέδες, που τους φυλάγαμε σε δροσερό και σκοτεινό μέρος, μέχρι να έρθει η ώρα τους για τις φλαούνες, την «αυκολέμονη» και τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής. Όσο πιο πολλά αυγά είχαμε τόσο πιο πολλά θα τσουγκρίζαμε το Πάσχα! Τα «Κοντατζια»Κάθε Παρασκευή βράδυ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής όλο το χωριό μαζευόταν μια στον Άγιο Αντώνιο των Σπηλιών και μια στην Παναγία του Κούρδαλι για τα «Κοντάτζια», τους Χαιρετισμούς, δηλαδή, προς την Παναγία. Τα παιδιά του Δημοτικού παίρναμε τη θέση μας σε τριάδες στη σειρά υπό το αυστηρό βλέμμα του Διευθυντή μας Κλέαρχου Κυριακίδη τα αγόρια, και το καλοκάγαθο χαμόγελο της δασκάλας μας Ευτυχίας Κάσινου τα κορίτσια. Τέσσερα «καλά παιδιά», που μας υποδείκνυε ο παπά-Δημήτρης και τα ενέκρινε ο δάσκαλος, μπαίναμε στο ιερό για να βοηθούμε τον παπά. Φορούσαμε τα «παπαδίστικα» μας ρούχα και κρατούσαμε τις λαμπάδες δυο-δυο εκ περιτροπής συνοδεύοντας τον παπά όταν θυμιάτιζε ή έψελνε τους χαιρετισμούς. Τα υπόλοιπα παιδιά ικανοποιούνταν απαγγέλλοντας το «Πάτερ Ημών». Τις Παρασκευές που κατεβαίναμε από τα Σπήλια στα Κούρδαλι, που απέχουν ένα μίλι, φτιάχναμε παρέες για να μη φοβόμαστε το σκοτάδι. Ενδιάμεσα της απόστασης των δυο χωριών βρισκόταν το νεκροταφείο. Προσπερνούσαμε συνήθως τρεχάτοι το σημείο αυτό, παρακολουθώντας με την άκρη του ματιού τα καντήλια που τρεμόπαιζαν, και λίγο μας πάγωνε το αίμα, αν κάποιο αγέρι έκανε τον ίσκιο των κυπαρισσιών να κινείται. Ο ΛαζαροςΟ Λάζαρος ο δίμιτος, ο κοτσινοπεθύμητος Ακούσαν τον οι όρνιθες τζι’ εκάτσαν να γεννήσουν Αυκά να κοτσινίσουν, το Πάσκα να φατσίσουν. Αυτό μου απάγγελλε η μάνα μου, η τζυρά Αντιγόνη, κάθε που πλησίαζε η γιορτή του Αγίου Λαζάρου. Κι εγώ χαμογελούσα με την ιδέα πως σε μια βδομάδα οι νηστείες τελείωναν και θα τρώγαμε κανένα αυγό να καρδαμώσει η περδικούλα μας! Το Σάββατο του Λαζάρου ήταν μεγάλη μέρα για μας τους μαθητές του Δημοτικού σχολείου. Άρχιζαν οι διακοπές του Πάσχα. Μερικά παιδιά, μετά το σχολείο, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν το Λάζαρο. Εγώ, ως πολύ ντροπαλός, δεν μετείχα σε τέτοιες χορωδίες. Μια χρονιά όμως ένας ξάδελφός μου, που τον φωνάζαμε «Πάρπα» γιατί ήταν πολύ ζωηρός και συνάμα χειροδύναμος, με έπεισε να κάνουμε μια δίφωνη χορωδία και να βγούμε κι εμείς στο σεργιάνι.. Πείστηκα και ξεκινήσαμε. Πήγαμε στο πρώτο σπίτι, βγήκε η κυρά Μαρία και άρχισα το τραγούδι. Ο ξάδελφος ούτε μιλιά, ούτε λαλιά, μόνο άπλωσε το χέρι και τσέπωσε το αυγό που μας δώρισε η νοικοκυρά. Διαμαρτυρήθηκα στον Πάρπα πηγαίνοντας προς το δεύτερο σπίτι και πήρα τη διαβεβαίωση πως θα με συνόδευε στο εξής. Στο σπίτι όμως της «Μαμμούς» το ρεζίλεμά μου επαναλήφθηκε, αλλά το χέρι του ξάδερφου ξανατεντώθηκε και γράπωσε και το δεύτερο αυγό. Πηγαίνοντας προς το τρίτο σπίτι ζήτησα τα αυγά για να τα ελέγξω μήπως ήταν κλούβια. Μόλις τα πήρα στο χέρι μου έκανα δυο βήματα πίσω και του τα έριξα στα μούτρα. Προτού συνέλθει από το σοκ έγινα καπνός, γιατί σίγουρα θα μου τις έβρεχε κανονικά. Τι να κάνουμε, έχουν και τα καλά παιδιά τις κακές τους στιγμές! Το «ασπρογιασμα»Κάθε που κόντευε το Πάσχα ο πατέρας αγόραζε μια-δυο οκάδες ασβέστη να ασπρογιάσουμε το σπίτι. Οι τοίχοι ήτανε μέχρι τη μέση πέτρινοι και απ’ εκεί και πάνω πλιθαρένιοι. Μέσα στις πολλές μικρές και μεγάλες τρύπες τους φώλιαζαν μικρά και μεγάλα ζωύφια. Τα πιο αποκρουστικά ήτανε οι κοριοί. Μέσα στην Άνοιξη έβγαιναν από τη χειμερία νάρκη και κάθε βράδυ κατέβαιναν σχηματίζοντας μαύρες ουρές και καθώς κοιμόμασταν μας ρουφούσαν κυριολεκτικά το αίμα. Πριν λοιπόν τη Μεγάλη Εβδομάδα διαλύαμε τον ασβέστη σε νερό και ασβεστώναμε τους τοίχους. Έτσι το σπίτι ολάσπρο ήταν έτοιμο να υποδεχθεί τον αναστημένο Κύριο. Εγώ με μια μικρή φρούτσα κυνηγούσα τις τρύπες στους τοίχους και χαιρόμουν που οι κοριοί μεθυσμένοι απ’ τη μυρωδιά και το κάψιμο του ασβέστη έβγαιναν από τις τρύπες και κατρακυλούσαν στις πλάκες του πατώματος ψοφισμένοι. Κυριακη της ΕλιαςΔεν αποκαλούσαμε τη θριαμβευτική μέρα της εισόδου του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ Κυριακή των Βαΐων αλλά της Ελιάς, γιατί παίρναμε μια αγκαλιά κλαδιά ελιάς στην εκκλησιά όπου τα αφήναμε μέχρι την Ανάληψη του Κυρίου για να αγιαστεί. Ύστερα τη χρησιμοποιούσαμε στο κάπνισμα. Τη μέρα αυτή ο πατέρας έφτιαχνε ένα σταυρό με δυο φύλλα ελιάς και το καρφίτσωνε με καμάρι στο πέτο του σακακιού του. Τη μέρα αυτή επιτρεπόταν το ψάρι. Έτσι οι γιορτάρηδες κερνούσαν στην αυλή της εκκλησιάς μαζί με τη ζιβανία και ψιλοκομμένη ρέγγα. Στο μεσημεριανό τραπέζι ο πατέρας έφερνε πάντα ένα «μακονός», μια μεγάλη οβάλ κονσέρβα ψαριού, που την άνοιγε με επισημότητα χρησιμοποιώντας μαεστρικά δυο σουγιαδάκια. Ύστερα την άδειαζε σε μια κούπα, ψιλόκοβε κρεμμύδι και μαϊντανό και έβαζε λίγο ελαιόλαδο και αλάτι. Έτσι έφτιαχνε μια υπέροχη ψαροσαλάτα. Τη μέρα εκείνη όλη η εφταμελής οικογένεια πίναμε κρασί, όπως πάντα από το ίδιο ποτήρι, κάνοντας την ίδια ευχή: «Καλόν Πάσκα να φτάσουμεν». ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ Το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων και τα βράδια της Μεγάλης Δευτέρας και Μεγάλης Τρίτης ψαλλόταν η ακολουθία του Νυμφίου. Στο ημίφως της παλιάς εκκλησιάς του Άη Αντώνη η περιφορά της εικόνας με το Χριστό να φορά τον ακάνθινο στέφανο με συγκλόνιζε. Όμως εκείνος ο στίχος «πρόσθες αυτοίς κακά Κύριε τοις ενδόξοις της γης» μου προκαλούσε και μου προκαλεί ακόμη δυσφορία. Το απόγευμα της Μεγάλης Δευτέρας ο παπά-Γιαννής περίμενε τους άνδρες στην εκκλησιά για εξομολόγηση και τη Μεγάλη Τρίτη τις γυναίκες. Στο σπίτι και στη γειτονιά οι γυναίκες συζητούσαν για τους «κάνονες» που εισέπρατταν από τον αυστηρό γέροντα. Τη Μεγάλη Τετάρτη πηγαίναμε τα παιδιά του Δημοτικού. Για μας τα πράγματα ήταν πιο απλά. Όλα τα αγόρια μπαίναμε μαζί στην εκκλησιά και μαζευόμασταν μπροστά στα σκαλιά του Ιερού Βήματος. Σε λίγο έβγαινε από την Ωραία Πύλη ο παπά-Γιαννής με το βλέμμα θυμωμένο όπως πάντα. Εκείνη τη στιγμή μια κρύα ανατριχίλα με διαπερνούσε. Με ένα νόημα του όλοι σκύβαμε και άπλωνε πάνω μας το πετραχήλι του. Διάβαζε τη συγχωρητική ευχή και μας έλεγε δυο κουβέντες: «Να μεν κάνετε πελλάρες τζιαι να ακούτε τους γονιούς σας». Αμέσως μετά πεταγόμουν έξω με ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Ακολουθούσε ασφαλώς η σειρά των κοριτσιών που μπαίνανε στο ναό κρατώντας η μια σφικτά την άλλη. Το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης μετά την ακολουθία του νιπτήρα ετελείτο η ακολουθία του Αγίου Ευχελαίου. Στο τέλος όλο το χωριό περνούσαμε από το καντήλι του Αγίου Αντωνίου για να «σταυρωθούμε», να μας χαράξει δηλαδή ο παπάς με το παμπάκι που βουτούσε στο λάδι του καντηλιού, ένα σταυρό στο μέτωπο. Με το σταυρό εκείνο έπρεπε να κοιμηθούμε το βράδυ φρόνιμα-φρόνιμα μέχρι την επομένη που θα κοινωνούσαμε. Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί κατεβαίναμε στα Κούρδαλι για την ακολουθία του Μυστικού Δείπνου. Τη μέρα αυτή κοινωνούσαμε όλα τα παιδιά αφού πρώτα φιλούσαμε το χέρι των παππούδων των γονιών και των νουνών μας. Κοινωνούσαν επίσης οι γερόντοι και μετά τη θεία λειτουργία ο παπάς πήγαινε στα σπίτια των πολύ γέρων και των αρρώστων για να τους κοινωνήσει. Από τη Μεγάλη Πέμπτη οι μανάδες μας δεν πήγαιναν στα περιβόλια και έτσι οι μικροί μετά τη θεία λειτουργία παίρναμε τις αίγες στις γύρω πλαγιές για να βοσκήσουν. Εκεί στήναμε τρελό πανηγύρι με το χωστό, το λιγκρί, τα τριάππιθκια και άλλα παιγνίδια. Τη μέρα αυτή οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια κι έπλεναν τα ρούχα με αλουσίβα και σαπούνι πράσινο. Οι άντρες περιποιούνταν τα γαϊδούρια και μερικοί τα έπαιρναν για καλλίκωμα. Άλλοι έκοβαν ξύλα για το φούρνισμα των ψωμιών που συνήθως γινόταν τη Μεγάλη Παρασκευή. Το βράδυ όλοι παρακολουθούσαμε τη μεγάλη ακολουθία της Σταύρωσης με τα δώδεκα ευαγγέλια και κατάκοποι πέφταμε για ύπνο. Την επομένη είχαμε όλοι πολλή δουλειά αλλά και αυστηρότατη νηστεία. Η Μεγάλη Παρασκευή ξημέρωνε βρίσκοντας τη μάνα μου να ζυμώνει Δεν είχε τσάι τη μέρα εκείνη. Μόνο καμιά γουλιά ξύδι επιτρεπόταν εις ανάμνησιν του: «και ευθέως δραμών εις εξ αυτών και λαβών σπόγγον πλήσας τε όξους και περιθείς καλάμω επότιζεν αυτόν». Κατά το μεσημέρι όταν τα ψωμιά έβγαιναν από το φούρνο επιτρεπόταν να φάμε ένα κουλούρι, για να αντέξουμε την ακολουθία του Επιτάφιου. Πρωί-πρωί ξεκινούσε η νεολαία του χωριού την προετοιμασία για το στόλισμα του Επιτάφιου. Δυο ομάδες αγοριών με δυο γαϊδούρια ξεκινούσαν για την «Καστανιά» να φέρουν η μια μερσίνη και η άλλη δάφνη. Εγώ με τις ξαδέλφες μου κινούσαμε για τις «Βρύσες» όπου είχαμε κτήματα και ξέραμε τα κατατόπια για να μαζέψουμε «τριαντάφυλλα». Βέβαια τριαντάφυλλα δεν ήσαν. Ήσαν πολυετείς πόες με μακρύ μίσχο και ωραίο μεγάλο κόκκινο άνθος από τέσσερα-πέντε πέπαλα. Πολύ αργότερα έμαθα και το επιστημονικό του όνομα: Peonia mascula. Το απόγευμα αγόρια και κορίτσια ασχολούμασταν με το στόλισμα του Επιτάφιου και κάναμε πρόβα τα εγκώμια. Το βράδυ τα παιδιά είχαμε την τιμητική μας. Αγόρια και κορίτσια φτιάχναμε χορωδίες και ψέλναμε τα εγκώμια. Κάποια κοριτσάκια ντύνονταν μυροφόρες και έραιναν τον Επιτάφιο στο «έραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα». Ακολουθούσε η περιφορά του Επιτάφιου στον κύριο δρόμο του χωριού. Κάτι αθλητικά παλικάρια κουβαλούσαν τον τάφο του Χριστού στους ώμους τους. Μπροστά από τον Επιτάφιο ήτανε ο παπάς με το θυμιατό και πίσω του ακολουθούσαν οι ψάλτες που σιγόψελναν ξανά τα εγκώμια. Όταν κουράζονταν συνέχιζαν το ψάλσιμο τα αηδόνια από τις φυλλωσιές των καρυδιών. Επικεφαλής της πορείας ήμασταν τα «παπαδάκια» με τα φανάρια και τα εξαπτέρυγα. Πολλές κυράδες μας περίμεναν έξω από την πόρτα του σπιτιού τους με «μερρέχες» και καπνιστήρια. Η πομπή τότε σταματούσε και ο παπάς αφού έκανε κάποια ευχή οι κυράδες έραιναν και κάπνιζαν τον Επιτάφιο. Κάποια μάτια δάκρυζαν μέσα-μέσα. Η συγκίνηση ήταν τόση που και ο ουρανός όχι σπάνια άφηνε κάποια δάκρυά του να κυλήσουν. Μετά το τέλος της ακολουθίας δυο αυτοσχέδιες χορωδίες μια του ψάλτη Αγησίλαου Παπαϊωάννου και μια του ψάλτη Νεοκλή Ηλιάδη τραγουδούσε το «Θρήνο της Παναγίας», ένα μακρόσυρτο παραδοσιακό μοιρολόι που, πέραν του θρήνου, τα έσερνε για καλά στους Εβραίους. Αφού λοιπόν με τιμές θάβαμε τον αρχηγό της πίστης μας γυρίζαμε στο σπίτι μας κατάκοποι και κατανήστικοι. Τότε μαλάκωνε και η καρδιά της κυρά Αντιγόνης, που επέτρεπε να φάμε από ένα πιάτο σούπα φακή με όσο ξύδι θέλαμε αλλά οπωσδήποτε χωρίς λάδι! Ξεχνιούνται τέτοιες εμπειρίες;
(Από το βιβλίο "ΣΟΛΙΑ, παρελθόν παρόν, μέλλον" του Ανδρέα Χρυσάνθου)
|