ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ 

Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον

την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον.

 

Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε

και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.

 

Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου

και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου.

 

Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν

και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.

 

Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν,

είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.

 

Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην

και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.

 

Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν

με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι.

 

«Ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω,

δια να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.»

 

Τότε λοιπόν ξεκίνησαν να πάν στην Βηθανίαν

οι αποστόλοι κι ο Χριστός και όλη συνοδεία.

 

Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους

και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους:

 

«Αν ήσο ώδε, Κύριε, ο Λάζαρος ο φίλος

ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.»

 

Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:

« Ω γύναια, μην κλαίτε, μόνον έχετε την πίστιν,»

 

Της λέγει, « πού τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον,

υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατε μοι κείνον.»

 

Και παρευθύς επρόσταξεν και τούτον να ποιήσουν,

τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.

 

και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην,

«Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην.

 

Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον,

ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του,

τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφήνει

και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί πομείνει.

 

Πλήθος πολύ επίστευσεν τότε εκ των Εβραίων,

ιδόντες το θαυμάσιον, το τρομερόν σημείον.

 

Την δε επαύριον λοιπόν ανέβην εις την πόλιν

επ΄ όνου καθεζόμενος, ομού κι οι αποστόλοι.

 

Και τα παιδία τα μικρά τον επροϋπαντούσαν

και, ως θανάτου νικητήν, όλοι τον ευφημούσαν.

 

Φθόνος πολύς κατέλαβεν τότε τους Ιουδαίους,

αρχιερείς και ιερείς κι αυτούς τους Φαρισαίους,

 

και τον Χριστόν και Λάζαρον ζητούσιν να φονεύσουν,

από το πρόσωπον της γης να τους εξολοθρεύσουν.

 

Και, φοβηθείς ο Λάζαρος, εις του Ιάφα φθάννει,

την Κύπρον την περίφημον ευθύς καταλαμβάνει.

 

Στες Αλυκές εξέβηκεν, τες περιφημισμένες,

κι εδιέτριβεν εκεί δια πολλές ημέρες.

 

Και ήλθον οι απόστολοι και τον χειροτονούσιν

αρχιερέαν του Χριστού και τον καθοδηγούσιν.

 

Τριάντα χρόνους έζησεν μετά την έγερσιν του,

διόλου δεν εγέλασεν εις όλην την ζωήν του.

 

Και ύστερον απέθανεν εκεί στο ποιμνιόν του

και ευλαβώς εκήδευσαν πάντες το λείψανον του.

 

Και τό΄χομεν ως θησαυρόν, καύχημαν και ελπίδαν

και δι' αύτου λυτρούμεθα που κάθε τυρανίδαν.

 

Κι εσείς, όπου τ' ακούετε, να' χετε την ευχήν του,

νά' χετε πάντα βοηθόν την θείαν δυναμίν του.

 

Και την λαμπράν Ανάστασιν όλοι ν' αξιωθώμεν,

τον παντοδύναμον Θεόν ίνα δοξολογώμεν.

 

 

Παραδοσιακό ποίημα της Κύπρου

Διασκευή-συντόμευση Ανδρέας Χρυσάνθου

20/03/2010