ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

.

Μουσική

 

Άδε μαντάτο σκοτεινό τζιαι μέρα λυπημένη,

επιάσαν τον υιούλη μου τζ’ έμεινα ορφανεμένη.

 

Από τους μαθητάδες του εδόθη η αιτία,

για να προδώσουν το Χριστό για τη φιλαργυρία.

  

Ιούδας ο παράνομος, ο τρισκαταραμένος

το γένος το αχάριστον, γένος των Ιουδαίων.

 

Τρέχει τζιαι πάει δια μιας στο γένος των Εβραίων

και λέγει τους μιαν αφορμήν αυτών των φαρισαίων.

 

Εκείνοι του ετάξασιν αργύρια τριάντα

και θάρρευεν ο μυαρός πως θα τα έχει πάντα.

 

Και λέγει τους να τρέξετε τωρά να σας μιλήσω,

να πιάσετε, να δέσετε κείνον που θα φιλήσω.

 

Κι ευθύς ετρέξαν όλοι τους ωσάν οι διαβόλοι,

και τον Χριστόν μας βρίσκουσιν μέσα στο περιβόλιν.

 

Τρέχει Ιούδας εμπροστά χαίρε Δαυίδ του λέει,

τάχα πως ελυπήθηκεν τζι αρκίνησεν να κλαίει.

 

Τα βρωμερά τα χείλη του τον Ιησούν φιλήσαν,

κι οι σκύλλοι οι παράνομοι αμέσως τον εδήσαν.

 

Ωσάν ληστήν τον πιάνουσιν, ωσάν φονιάν τον δίνουν,

εις τον Πιλάτον παίρνουν τον εμπρός του τον εστήννουν.

 

Τζιαι ο Πιλάτος λέει τους έχετε μαρτυρίαν,

κατεναντίον του Χριστού να γράψω την αιτίαν

 

Εκείνοι δε του είπασιν Υιός Θεού πως είναι,

πως βασιλεύει δε αυτός αυτή ‘ναι η αιτία.

 

Και είπε ότι τον ναόν θέλει τον καταλύσει,

και τρεις ημέρας ύστερον θέλει τον αναστήσει.

 

Και ο Πιλάτος λέγει τους δεν του’ βρηκα αιτίαν,

ούτε κανέναν άδικον, ούτε τζιαι αμαρτίαν.

 

Εκείνοι δε του φώναζαν αν δεν τον εσταυρώσεις,

ότ’ έρτει που τον Καίσαρα να μεν το μετανιώσεις.

 

Τζιαι ο Πιλάτος φοβηθείς παίρνει νερόν τζι ενίφθην

πάνω στα ρούχα του Χριστού έπιασεν τζι εσφοτζύστην.

 

Και λέγει τους επάρτε τον ως είναι η βουλή σας,

σταυρώστε, θανατώστε τον ως είναι η αιτή σας.

 

Εγιώ τωρά έχω να πω σ’όλων την αφεντιά σας

το κρίμαν του, γαίμαν του να το ’βρουν τα παιθκιά σας.

 

Τζι αμέσως τον αρπάξασιν τα βρωμερά τους χέρια,

χτυπούσαν τον στο πρόσωπον με βέρκες τζιαι μασαίρκα.

 

Εδίνναν τα αμμάθκια του μπροστά του γονατίζαν,

εφτύναν τον στο πρόσωπον τζι ούλλοι τον εραπίζαν.

 

Επιάσαν τζι εφορήσαν του χλαμίδα την κοκκίνην,

τζιαι τον επεριπαίζασιν με τόσην καταισχίνην.

 

Επιάσαν τζι εφορήσαν του στεφάνιν ακανθένον,

το γένος το αχάριστον το τρισκαταραμένον.

 

Στον Γολγοθάν επήραν τον για να τον εσταυρώσουν,

το βρομερό το έργον τους τωρά να τελειώσουν.

 

Πέντε καρφιά του βάλασιν καθώς είναι γραμμένα,

στα σιέρκα τζιαι τα πόθκια του επίτηδες κομμένα.

 

Η Παναγία Δέσποινα ήταν εκεί φιρμένη,

φιρμένη και περίλυπη, η πολλοπικραμμένη.

 

Έκλαιεν και ωδείρετο όπως ούλλες οι μάνες,

τα μάτια της ετρέχασιν σαν τρέχουν οι φουντάνες.

 

Έκλαιεν και εφώναζεν υιέ μου και θεέ μου,

ήνταν πον τούτα που θωρώ, που δεν τάδα ποτέ μου.

 

Τι έφταιξες, τι έκαμες του αχαρίστου γένους,

του γένους του αχάριστου του τρισκαταραμένου.

 

Τζι αντί του μάννα με νερό, με ξύδι σε ποτίσαν,

για τα καλά που έκαμες στο ξύλο σε εστήσαν.

 

Αντί π’ανέστησες νεκρούς τζιαι είδαν τζιαι θαυμάσαν,

οι σκύλλοι οι παράνομοι στο ξύλο σε κρεμμάσαν.

 

Που εν μαθητάδες σου η πρώτη δωδεκάδα

τζιαι μ’ άφησαν με την άμοιρην στην λύπην στην πικράδαν.

 

Που εν οι μαθητάδες σου οι εβδομηνταδύο,

παρηγοριάν να δώσουνε σε τούτον το σημείον.

 

Έκλαιεν τζιαι εφίρνετουν σε όλες της τες ώρες,

τζιαι τζιει την εποφίρνασιν οι πέντε μυροφόρες.

 

Μάρθα, Μαρία ήτανε, ομού και Ιωάννα,

ήταν Μαρία του Κλοπά ομού και η Σωσάννα.

 

Ο Ιησούς που το σταυρό τη μάνα του σπλαχνίστην,

τζιαι άνοιξεν το στόμαν  του τζιαι λέει τζιαι λαλεί της.

 

Στον Ιωάννη φίλο μου μανά σε παραδίνω,

να σ’έχει ως μητέραν του και συ υιόν εκείνον.

 

Ώ Ιωάννη φίλε μου έφθασεν η ποινή σου,

να πάρεις την μητέραν μου ωσάν την εδική σου.

 

Τότες εμ που εφίρτηκεν, διψά να τον ποτίσουν,

τζιαι τζιείνοι οι παράνομοι δεν λεν να καϊλήσουν.

 

Αυτοί τότε θελήσασιν ξύδιν να τον ποτίσουν,

αντί νερόν που ζήτησεν, την δίψαν να του σβήσουν.

 

Τα μάτια του στον ουρανόν, Θεέ μου τζιαι πατέρα

Θεέ, Θεέ εφώναξεν, παρέδωκεν το πνεύμα.

 

Τότε το καταπέτασμα το του ναού εσίσθη,

εσίσθην τζιαι εσχίστηκεν θκιο μερτικά εγίνην.

 

Τότε τρέχει ο Ιωσήφ μετά του Νικοδήμου,

τζιαι στον Πιλάτον έφτασαν για να τον ερωτήσουν.

 

Να τον παρακαλέσουσιν για να τον παραδώσουν,

τον σταυρωμένον Ιησούν, να τον ενταφιάσουν.

 

Σαν έφθασαν του λέγουσιν αφέντη μας Πιλάτε,

όπου την εξουσίαν σου ο κόσμος την φοβάται.

 

Εκείνον που σταυρώσασιν σήμερα εις το ξύλον,

δως μας τον να τον θάψουμεν μέσα εις το μνημείον.

 

Τζιαι ο Πιλάτος έστειλεν για να τον κονταρέψουν,

ότι αυτός απέθανεν για να τον βεβαιώσουν.

 

Τζι όταν τον εκοντάρεψαν έφκην νερό τζιαι γαίμαν

τζιαι τζιείνοι που το έκαμαν αμέσως επιστέψαν.

 

Τζιαι ο Πιλάτος ξιστικός πο’ τούτον το σημείον

λέει τους κατεβάστε τον, βάρτε τον σε μνημείον.

 

Οι μαθητάδες έδραμαν τζιαι τον ενταφιάσαν,

με μύρα τζιαι με κλάματα την τάξη Του εκάμαν.

 

Τότες οι τρισκατάρατοι, οι άτιμοι Εβραίοι,

στρατόν πολλύν εφέρασιν, Χριστόν για να προσέχει.

 

Να με δακρύζεις Δέσποινα, ούτε να μαραζώνεις

γιατί σκοντόν ο γιούλλης σου χαράν πολλήν θα δώσει!

 

Την Παναγίαν Δέσποιναν όλοι να την υμνάτε,

σ’αυτήν πρέπει το δόξα σοι τζιαι μένα το σπολλάτε.

 

 

 

Αντώνης Κοκωνάς, Τεμπριά Σολέας

Συντόμευση-αναπροσαρμογή, Ανδρέας Χρυσάνθου

01/03/2010