ΠΕΤΕΙΝΑΡΙΝ
Σαν πεθυμάτε άρχοντες την σήμερον ημέραν, πως ειν’αγία και λαμπρά και ποθητή ημέρα.
Πως είν’ Ανάστασις Χριστού να σας το ξηγηθούμεν και εις τον οίκον του Δαυίδ πως μέλλει να κριθούμεν.
Πως είν’ υπέρφημος χαρά κι’υπέρλαμπρος ημέρα κι ο κόσμος εορτάζει την απ’ άκραν έως πέρας.
Χρυσόν πουλλίν επέτασεν που του Χριστού τον τάφον. Δεν εκελάδαν το πουλλίν σαν κελαδούσαν τ’ άλλα, παρά κελάδαν κι έλεγεν μ’αγγελικήν φωνούλαν:
«Ο Ιησούς εκάθησεν επάνω εις τον πόλον κι έδειξεν την Ανάστασιν δια τον κόσμον όλον.
Εξήγειρεν την Κόλασιν κι επίκρανεν τον Άδην και του Χριστού Ανάστασις είναι χαρά μεγάλη.»
Άρχοντες ώ ευγενικοί και πολλοχρονιμένοι, να είσθε πολλολόητοι σ’ όλην την οικουμένην.
Ήλθαμεν όλοι γρήγορα μέσα στην εκκλησίαν, με πόθον και μ’ εβλάβειαν γυναίκες και παιδία.
Εφθάσαμεν εις την Λιτήν ν’άψομεν τα κεριά μας και να πανηγυρίσουμεν την Θείαν Πασχαλιάν μας.
Ακούσαμεν βαγγέλιον και το Χριστός Ανέστη, οι άγγελοι εχάρισαν κι ο ουρανός εξέστη.
Ημέρα πανηγύρεως λαοί να λαμπρυνθούμεν, Πάσχα Κυρίου λέγεται αυτό οπού ποθούμεν.
Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν εις ουρανούς ανέβη και ανεβίβασεν εμάς καθώς Γραφή το λέγει.
Οι ουρανοί εφραίνονται κι ο κόσμος εορτάζει, ορατός και αόρατος και συναγαλλιάζει.
Λοιπόν και αν ορέγεσθε πολλά να ομιλήσω, να λέγω όσα δύναμαι και όσα ημπορήσω,
Όσα έλθουν στην έννοια μου και εις τον λογισμόν μου, όλα να σας τα ξηγηθώ με θέλημαν δικόν μου.
Επάνω εις την Σταύρωσιν είχεν τους το μιλήσει, πως την τριήμερον ταφήν θέλει την αναστήσει.
Κι εκείνοι ως το ήκουσαν μόνοι τους εγελούσαν, ωσάν κουτσοί κι ωσάν στραβοί τον επεριγελούσαν.
Παίρνουν τον και κηδεύουν τον τον Ιησούν στον τάφον, απάνωθεν του μνήματος βάλλουσιν μέγαν λίθον.
Μην έρθουν οι Χριστιανοί την νύχταν και τον κλέψουν και πουν πως αναστήθηκεν κι’ Ανάστασιν κηρύξουν.
Στέκεται κι η μητέρα του τα χέρια της δεμμένα από τα νύχια στην κορφήν τα κλάματα λουμένη.
Στέκουνται κι οι Χριστιανοί όλοι τους λυπημένοι και καρτερούν Ανάστασιν υπερδεδοξασμένην.
Λέγουν το ευαγγέλιον οι ιερείς στην πύλην και ο Πιλάτος έβαλε το χέρι στο κοντύλι.
Εκάθησεν κι εσφράγισεν του Ιησού τον τάφον μην έρθουν οι Χριστιανοί την νύκταν και τον κλέψουν και πουν πως αναστήθηκεν κι Ανάστασιν κηρύξουν.
Ήτουν ο εκατόνταρχος, ο άγιος Λογγίνος κι ακόμα τον εβάλασιν κι υπέγραψε κι εκείνος.
Οι φύλακες εφάασιν το βράδυν πετεινάριν κι εμάζεψαν τα κόκκαλα κι εκάμαν τα βουνάριν.
Γυρίζουσιν και λέγουσιν και εξ αυτών αλλήλους: Εάν και σηκωθεί αυτό τούτον το πετεινάριν, όσοι πιστεύουν στον Χριστόν έχουν μεγάλην χάρην.
Επάνω στην τριήμερον και στην εννάτην ώραν επάνωθεν του μνήματος ως αστραπή εφάνη.
Το πετεινάριν έκραξεν άγγελοι κατεβήκαν, άγγελοι και αρχάγγελοι τον τάφον προσκηνύσαν.
Αι μυροφόροι έδραμον τον τάφον να ιδούσιν, και είδαν την Ανάστασιν εκείνην που ποθούσιν.
Ολίγον ήταν πρωινόν την ώραν που επήγαν, πολύ σκοτάδιν ήτανε και κείνον δεν τον είδαν
Μαρία μόνον έβλεπεν τον Ιησούν εστώτα εθάρριεν τον κηπουρόν και τον εκατερώτα.
Αυτός ήταν ο Ιησούς, λεγει της «μη με γκίξεις μόνον να πας στους μαθητάς δια να το κυρήξεις».
Πέτρος δρομαίος έφθασεν στον τάφον γαρ επέστη και είδεν την Ανάστασιν αυτός γαρ και εξέστη.
Βλέπει τον τάφον ανοικτόν την πέτραν κυλισμένην που’ ταν που πάνω σκέπασμα κι είχαν την βουλλωμένην.
Ιωάννης γαρ εισέβηκεν μέσα και γυρισέν την και είδεν την αλήθειαν κι εύγην και κήρυξέν την.
Δεύτε πιστοί προσδράμομεν και εις την Γαλιλαίαν, εκεί αυτόν οψόμεθα Χριστόν τον βασιλέα.
Εγειγερμένον εκ νεκρών και θάνατον πατήσας και οι ζοφώδεις δαίμονες όλοι εσκοτασθήκαν.
Και ώ αθάνετε Χριστέ στον άδην εκατήλθες κι ο άδης σε ετρόμαξεν Χριστέ μου όταν σε είδεν.
Κι ελύτρωσες το πλάσμαν σου το γένος των ανθρώπων κι εβγήκαν που την κόλασιν τον σκοτεινόν τον τόπον.
Ο άγγελος εβόησεν τη Κεχαριτωμένη, ο σος υιός εγήγερται, χαίρε η οικουμένη.
‘Εχω όρεξιν να πω πολλά η ώρα δεν με φτάνει, λέγω το συντομότερον εκείνον που ταιριάζει.
Εις την ζωήν σας άρχοντες και εις την αφεντιάν σας να χαίρεσθε και την τιμήν και σεις και τα παιδιά σας.
Κι εμείς καλώς σας ηύραμεν αφήνομεν υγείαν εις την αιώνιον ζωήν νά’ βρουμεν σωτηρίαν.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ-ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ Αντώνης Κοκωνάς, Τεμπριά Σολέας Συντόμευση-αναπροσαρμογή, Ανδρέας Χρυσάνθου 22/03/2010
|